Αφαίρεσε το θήτα από το καλοκαίρι κι αντικατέστησε το όμικρον με το ωμέγα. Τί έχεις; Σωστά. Προσέθεσε τώρα ένα μι στην αρχή και ξανακάνε την προηγούμενη αντικατάσταση ανάποδα. Τί έχεις; Ακριβώς. Πάρε αυτές τις δύο λέξεις και ακούμπησέ τες στην κορυφή ενός τόξου με τα χρώματα της ίριδας και περίμενε. Πάρε βαθιά εισπνοή, κράτησε την εκεί στα σπλάχνα σου για δέκα δευτερόλεπτα και ώθησε την αργή εκπνοή σου προς την κορυφή. Αν βρέχει ακόμα περίμενε λίγο γιατί μπορεί να μην πιάσει το πείραμα. Σταμάτησε; Όχι ακόμα; Περίμενε. Σταμάτησε; Ωραία λοιπόν, φύσηξε! Κύλησαν και οι δυο λέξεις προς την ίδια πλευρά ή όχι; Αν όχι κάνε όρεξη για το επόμενο τόξο. Αν ναι, τότε συγχαρητήρια. Να μια στιγμή ευτυχίας. Μην μου πεις αν η τσουλήθρα ήταν προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά. Δεν έχει στα αλήθεια σημασία. Αρκεί να προλάβεις να είσαι εκεί στους πρόποδές της, να πάρεις στην αγκαλιά σου τις δυο λέξεις και να τις εναποθέσεις στο έδαφος απαλά. Στάσου πάνω τους με τα δυο γυμνά σου πόδια και χαμογέλασε. Να άλλη μια στιγμή ευτυχίας. Βγάλε τώρα όλα σου τα ρούχα και ψιθύρισε μια μελωδία που αγαπάς, σαν μουρμουρητό. Σ’ ακούει κανείς; Αν όχι, μην σταματάς. Αν ναι, μην σταματάς. Η τρίτη στιγμή ευτυχίας δεν είναι φαρμακερή. Μην την φοβηθείς λοιπόν και ξελόγιασέ την. Άρχισε πάλι να βρέχει; Μην τυχόν και φύγεις από εκεί. Άλλωστε δεν φοράς ρούχα για να βραχούν.
Κουράστηκες από την ορθοστασία; Υπέροχα! Έφτασε ο κατάλληλος χρόνος για να βηματίσεις. Μην με ρωτήσεις προς τα πού. Άντε, ξεκίνα! Το ψιθύρισμα μην ξεχάσεις. Αναπόφευκτα θα διαμορφώνεται κατά την διάρκεια της μετακίνησης. Ας γίνει, λοιπόν, κραυγή… Ας γίνει σιωπή. Ξεχνιέσαι που και που και ξεγλιστράει από τα δόντια σου η γκρίνια; Μήπως δραπετεύει από τα ρουθούνια σου το ένρινο παράπονο; Κανένα πρόβλημα. Ντύσου. Ντύθηκες; Διάλεξε την αγαπημένη σου ταράτσα και ανέβα. Πρόσεξε, μην πας άκρη άκρη. Κοίτα μπροστά σου. Τι βλέπεις; Σου αρέσει αυτό που βλέπεις; Δεν με νοιάζει να ξέρω. Αν ναι, άφησε το βλέμμα να χαθεί. Αν όχι, κλείσε τα μάτια και άκουσε. Μ’ ακούς; Δεν με νοιάζει να ξέρω. Μπα… ψέματα. Με νοιάζει.. Τι να την κάνεις την γκρίνια όταν μπορείς να αλλάξεις την οπτική γωνία θέασης; Τι να το κάνεις το παράπονο όταν μπορείς να αλλάξεις την ακουστική γωνία ακρόασης; Έλα, πάμε κάτω πάλι. Εντάξει, δεν θα μπούμε σε ασανσέρ. Από τις σκάλες θα κατεβούμε. Μα είχε στα αλήθεια ασανσέρ;
Πείνασες από τα πολλά πήγαινε έλα και τις αμπελοφιλοσοφίες που σου λανσάρουν οθόνες, χαρτιά και στόματα; Κι εγώ. Τι τραβάει η όρεξή σου; Ωραία, μόνο εκεί που θα πάς ας μην έχει μεγάλες τζαμαρίες. Τα παράθυρα μου φαίνονται πιο γοητευτικά. Σου ταιριάζουν περισσότερο. Συνόδευσε το φαγητό σου με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και για επιδόρπιο βήξε δυνατά. Τόσο δυνατά που να καλύψεις την μουσική που ξεστομίζουν τα κρυμμένα ηχεία πίσω από τις κουρτίνες. Τόσο δυνατά που η ταχυπαλμία σου να προκαλέσει δέος στον εγκέφαλό σου. Ύστερα, πιες την τελευταία γουλιά, που είχες αφήσει στο κολονάτο σου ποτήρι και καληνύχτισε με ένα κομψό χαμόγελο τον πολυέλαιο που απειλεί δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο την λεία επιφάνεια του εβένινου πιάνου, και αποχώρησε. Μην ξεχάσεις το πανωφόρι σου. Έχει δροσιά τις νύχτες. Τι έφαγες τελικά;
Γύρισε σπίτι τώρα. Μην ανάψεις πολλά φώτα. Δεν μπορείς χωρίς φώτα; Εντάξει, αλλά μην ανάψεις πολλά. Μην θυμώνεις με τον εαυτό σου που είχες ξεχάσει ανοιχτή την τηλεόραση. Απλά κλείστην. Βγάλε τα ρούχα σου πάλι με προσοχή όμως στην στιγμή ευτυχίας που την φοράς σαν πολύχρωμες κάλτσες στα άκρα σου. Ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπό σου. Δεν νυστάζεις ακόμα και δεν βιάζεσαι να ονειρευτείς. Ακούς φασαρία πίσω από τον ανατολικό τοίχο; Τσακώνονται; Φοβούνται; Κάνουν έρωτα; Κοιμούνται; Γερνάνε; Τι χρώμα έχει ο τοίχος σου; Μην μου πεις. Μονάχα για εκείνον που κοιτάζει προς βορρά θα ήθελα να ξέρω. Κάνει πιο κρύο εκεί αλήθεια; Ωραία τότε. Πήγαινε και ακούμπησε με την πλάτη σου εκεί, σε ένα ελεύθερο σημείο. Αν δεν υπάρχει ανέβα στην πολυθρόνα, ή μπες κάτω από το τραπέζι. Άφησέ την να αγγίξει ξαφνικά, σαν ψυχρολουσία που θα ανατριχιάσει το δέρμα σου. Μείνε σε ακινησία για όσο χρόνο αντέχεις. Αν βοηθάει, βάλε άρωμα στους καρπούς και στον λαιμό σου. Τι ακούς; Τι; Ένα δυνατό γέλιο συντονίζεται με την ραχοκοκαλιά σου; Υπέροχα. Να μια στιγμή ευτυχίας. Χάσαμε το μέτρημα ε; Ε και; Χαμογέλασε. Μου χαμογελάς;
Ξάπλωσε τώρα ανάσκελα. Προτιμάς μπρούμυτα; Εντάξει τότε, όπως επιθυμείς. Μονάχα σκεπάσου τόσο όσο η θερμοδυναμική να κάνει την δουλειά της. Επέτρεψε στο σεντόνι σου να τείνει στο μείον άπειρο, το μαξιλάρι σου στο συν άπειρο και το κορμί σου στο μηδέν. Να μια στιγμή ελευθερίας. Μην τυχόν και βάλεις ωτοασπίδες. Ξέχασες να σβήσεις τον θερμοσίφωνα; Άντε πήγαινε, μα γύρνα γρήγορα. Βγάλε τον φελλό από τον αφαλό σου, πλάσε τον στα ακροδάχτυλά σου σαν πλαστελίνη, στόχευσε και εκσφενδόνισέ τον αναστενάζοντας οργασμικά και άναρχα σαν σπάνιο ανθρακούχο προϊόν. Να μια στιγμή επανάστασης. Αύριο μην ξεχάσεις να ασχοληθείς με την υγρασία στην οροφή όταν γυρίσεις από την δουλειά. Κοιμήθηκες; Μην μου πεις. Μ’ αγαπάς;
Σ’ αγαπώ.
Κουράστηκες από την ορθοστασία; Υπέροχα! Έφτασε ο κατάλληλος χρόνος για να βηματίσεις. Μην με ρωτήσεις προς τα πού. Άντε, ξεκίνα! Το ψιθύρισμα μην ξεχάσεις. Αναπόφευκτα θα διαμορφώνεται κατά την διάρκεια της μετακίνησης. Ας γίνει, λοιπόν, κραυγή… Ας γίνει σιωπή. Ξεχνιέσαι που και που και ξεγλιστράει από τα δόντια σου η γκρίνια; Μήπως δραπετεύει από τα ρουθούνια σου το ένρινο παράπονο; Κανένα πρόβλημα. Ντύσου. Ντύθηκες; Διάλεξε την αγαπημένη σου ταράτσα και ανέβα. Πρόσεξε, μην πας άκρη άκρη. Κοίτα μπροστά σου. Τι βλέπεις; Σου αρέσει αυτό που βλέπεις; Δεν με νοιάζει να ξέρω. Αν ναι, άφησε το βλέμμα να χαθεί. Αν όχι, κλείσε τα μάτια και άκουσε. Μ’ ακούς; Δεν με νοιάζει να ξέρω. Μπα… ψέματα. Με νοιάζει.. Τι να την κάνεις την γκρίνια όταν μπορείς να αλλάξεις την οπτική γωνία θέασης; Τι να το κάνεις το παράπονο όταν μπορείς να αλλάξεις την ακουστική γωνία ακρόασης; Έλα, πάμε κάτω πάλι. Εντάξει, δεν θα μπούμε σε ασανσέρ. Από τις σκάλες θα κατεβούμε. Μα είχε στα αλήθεια ασανσέρ;
Πείνασες από τα πολλά πήγαινε έλα και τις αμπελοφιλοσοφίες που σου λανσάρουν οθόνες, χαρτιά και στόματα; Κι εγώ. Τι τραβάει η όρεξή σου; Ωραία, μόνο εκεί που θα πάς ας μην έχει μεγάλες τζαμαρίες. Τα παράθυρα μου φαίνονται πιο γοητευτικά. Σου ταιριάζουν περισσότερο. Συνόδευσε το φαγητό σου με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και για επιδόρπιο βήξε δυνατά. Τόσο δυνατά που να καλύψεις την μουσική που ξεστομίζουν τα κρυμμένα ηχεία πίσω από τις κουρτίνες. Τόσο δυνατά που η ταχυπαλμία σου να προκαλέσει δέος στον εγκέφαλό σου. Ύστερα, πιες την τελευταία γουλιά, που είχες αφήσει στο κολονάτο σου ποτήρι και καληνύχτισε με ένα κομψό χαμόγελο τον πολυέλαιο που απειλεί δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο την λεία επιφάνεια του εβένινου πιάνου, και αποχώρησε. Μην ξεχάσεις το πανωφόρι σου. Έχει δροσιά τις νύχτες. Τι έφαγες τελικά;
Γύρισε σπίτι τώρα. Μην ανάψεις πολλά φώτα. Δεν μπορείς χωρίς φώτα; Εντάξει, αλλά μην ανάψεις πολλά. Μην θυμώνεις με τον εαυτό σου που είχες ξεχάσει ανοιχτή την τηλεόραση. Απλά κλείστην. Βγάλε τα ρούχα σου πάλι με προσοχή όμως στην στιγμή ευτυχίας που την φοράς σαν πολύχρωμες κάλτσες στα άκρα σου. Ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπό σου. Δεν νυστάζεις ακόμα και δεν βιάζεσαι να ονειρευτείς. Ακούς φασαρία πίσω από τον ανατολικό τοίχο; Τσακώνονται; Φοβούνται; Κάνουν έρωτα; Κοιμούνται; Γερνάνε; Τι χρώμα έχει ο τοίχος σου; Μην μου πεις. Μονάχα για εκείνον που κοιτάζει προς βορρά θα ήθελα να ξέρω. Κάνει πιο κρύο εκεί αλήθεια; Ωραία τότε. Πήγαινε και ακούμπησε με την πλάτη σου εκεί, σε ένα ελεύθερο σημείο. Αν δεν υπάρχει ανέβα στην πολυθρόνα, ή μπες κάτω από το τραπέζι. Άφησέ την να αγγίξει ξαφνικά, σαν ψυχρολουσία που θα ανατριχιάσει το δέρμα σου. Μείνε σε ακινησία για όσο χρόνο αντέχεις. Αν βοηθάει, βάλε άρωμα στους καρπούς και στον λαιμό σου. Τι ακούς; Τι; Ένα δυνατό γέλιο συντονίζεται με την ραχοκοκαλιά σου; Υπέροχα. Να μια στιγμή ευτυχίας. Χάσαμε το μέτρημα ε; Ε και; Χαμογέλασε. Μου χαμογελάς;
Ξάπλωσε τώρα ανάσκελα. Προτιμάς μπρούμυτα; Εντάξει τότε, όπως επιθυμείς. Μονάχα σκεπάσου τόσο όσο η θερμοδυναμική να κάνει την δουλειά της. Επέτρεψε στο σεντόνι σου να τείνει στο μείον άπειρο, το μαξιλάρι σου στο συν άπειρο και το κορμί σου στο μηδέν. Να μια στιγμή ελευθερίας. Μην τυχόν και βάλεις ωτοασπίδες. Ξέχασες να σβήσεις τον θερμοσίφωνα; Άντε πήγαινε, μα γύρνα γρήγορα. Βγάλε τον φελλό από τον αφαλό σου, πλάσε τον στα ακροδάχτυλά σου σαν πλαστελίνη, στόχευσε και εκσφενδόνισέ τον αναστενάζοντας οργασμικά και άναρχα σαν σπάνιο ανθρακούχο προϊόν. Να μια στιγμή επανάστασης. Αύριο μην ξεχάσεις να ασχοληθείς με την υγρασία στην οροφή όταν γυρίσεις από την δουλειά. Κοιμήθηκες; Μην μου πεις. Μ’ αγαπάς;
Σ’ αγαπώ.