Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Mikä sun nimi on?


Ξέρεις που να βουλιάξεις όταν δεν αντέχεις το χάδι του ήλιου στους πόρους σου; Ξέρεις από που να πιαστείς για να ξαναβγείς στην επιφάνεια όταν η υγρασία ζαρώσει το δέρμα σου; Ξέρεις πως να σηκώσεις το κεφάλι προς τα άνω και να τραγουδήσεις αν το έχεις ανάγκη ή να ουρλιάξεις αν μια μικρή φωνούλα χρειάζεται την βοήθειά σου για να απεγκλωβιστεί από τους εκατομμύρια μικρούς κόκκους σκόνης που έχεις εισπνεύσει στην προσπάθεια σου να ανακτήσεις τον χαμένο ρυθμό της αναπνοής σου; Ξέρεις πως να κάνεις το πρώτο βήμα για να πατήσεις πάνω στην καυτή άσφαλτο έτσι απλά με τα πόδια σου ξυπόλητα; Ξέρεις που θα πας αν κλείσεις τα μάτια και αφεθείς σε ένα αγαπημένο χέρι να σε ταξιδέψει όπου εκείνο επιθυμεί; Θα σου αρέσει, άραγε, εκεί; Σου αρέσει, άραγε, εδώ; Που είσαι; Πως σε λένε; Αντέχεις τα σύννεφα στον ουρανό ή τον αφρό στην θάλασσα; Αντέχουν εκείνα εσένα;

Ξέχασέ τα όλα. Άφησε τις ερωτήσεις για λίγο χωρίς απαντήσεις. Ρίξε τρεις κουταλιές καφέ και δύο ζάχαρη σε μια κόκκινη κούπα. Ανακάτεψέ τες καλά και χάρισε το βλέμμα σου εκεί στον δίχρωμο βυθό. Προσπάθησε να κρατήσεις τα βλέφαρά σου ανοιχτά για όσο μπορείς. Τί βλέπεις;

Φέτος, κάτω από το παράθυρο δεν υπάρχει χριστουγεννιάτικο δέντρο. Απλά μου άρεσε να κάθομαι τις νύχτες και τα απογεύματα στην σπασμένη καρέκλα εργασίας και να βλέπω το φωτεινό αστέρι από το παράθυρο. Έτσι απλά.

Έτσι είναι η ζωή. Σαν δυο κουταλιές ζάχαρη που νοθεύουν την πίκρα και το βλέμμα προς το σκοτεινό παράθυρο. Την όποια πίκρα αφήνει στον ουρανίσκο, στα δάχτυλα, στον αφαλό και στις πληγωμένες φτέρνες η αδράνεια κα ο παγετός. Και τότε τα ανακατεύεις όλα καλά καλά. Ζάχαρη, παγετός, σκόνη, σύννεφα, βήματα, ταξίδια σιγοβράζουν και χαζεύεις το χαμόγελο που αρνείται πεισματικά να αφεθεί στον αδηφάγο απορροφητήρα… αυτόν ο οποίος κλέβει τα σπάνια αρώματα. Απλώνει τα μικρά, αόρατα χεράκια του το χαμόγελο και πιάνεται από τις άκρες… και ξεφεύγει. Κι ορμάει κατά πάνω σου, μέσα σου, και σε χαϊδεύει. Μόνο αυτό. Σε χαϊδεύει. Τί νοθεία κι αυτή!

Κράτησε τον απορροφητήρα σου σβηστό. Ξέρεις εσύ.

Ήρθε η ώρα για παιχνίδι. Φοράμε τα καλά μας κι ίσως μέχρι το τέλος αν φανούμε λιγάκι παραπάνω τυχεροί ή λίγο περισσότερο ελεύθεροι να τα έχουμε γεμίσει με μπογιές, με λάσπες και με έρωτα.

Πάμε να κρυφτούμε πάλι κι ας μην μας βρει κανείς.



[ τέλος τρίτου Δεκέμβρη ]

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Μια γύρη γιασεμιού

[ photo : contacted by RamonaG ]

…και ξαφνικά η γη σταμάτησε να στριφογυρίζει.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια σκέψη. Άλλες φορές στολιζόταν με όμορφα κοσμήματα και περιπλανιόταν στους δρόμους και άλλες, έμενε ολόγυμνη ξαπλωμένη στο πάτωμα, να χαζεύει το παιχνίδι του ήλιου στο ταβάνι. Ήταν όμορφη; Ήταν άσχημη; Ή μήπως και τα δύο; Όπως και να έχει πάντως, ερχόταν και κούρνιαζε στο μυαλό, αποκοιμιόταν για λίγο κι όταν ξυπνούσε, το κυρίευε. Ήταν επάξια η αρχόντισσα του νου, καθώς μπορούσε πολύ εύκολα να επηρεάσει τις κινήσεις του σώματος, τις αισθήσεις και τις επιθυμίες. Πολλές φορές είχε στον έλεγχό της και τους χτύπους της καρδιάς. Υπήρχε μόνο κάτι που μπορούσε να την ρίξει από τον θρόνο της. Ήταν το ίδιο «κάτι» που την ανέβαζε εκεί.

…και ξαφνικά ο ουρανός γέμισε σύννεφα και άρχισε να βρέχει ασταμάτητα για μέρες και νύχτες.

Πώς επιτρέπουμε σε μία σκέψη να διαμορφώσει το ιδεατό και το από παλιά εναρμονισμένο; Πώς προκαλούμε την ανάσα μας, από αιτία ζωής και αφορμή έρωτα να μοιάζει με δηλητήριο για τον ίδιο μας τον εαυτό; Πώς ξεχνάμε το απόγειο του πάθους της στιγμής και το ευτυχισμένο χαμόγελο και περνάμε με ένα μόνο βήμα στο υπόγειο;

Εσύ που βρίσκεσαι αυτή την στιγμή; Να κατέβω να σου φέρω κουβέρτα μην κρυώνεις ή μήπως βρίσκεσαι στην σοφίτα και με κοιτάζεις με το ανοιξιάτικό σου βλέμμα από το μικρό παράθυρο ενώ καθαρίζω τα παπούτσια μου από τις λάσπες;

…και ξαφνικά η θερμοκρασία έπεσε υπό του μηδενός και οι σωλήνες του νερού έσπασαν.

Αγγίζω τα δάχτυλα μου στα πλήκτρα. Τα κοιτάζω ένα ένα. Βλέπω κάτι από τον χρόνο που αφήνει μικρά σημάδια πάνω τους. Κάτι από την νευρικότητα που αφήνει μικρές πληγές. Κάτι από τις χορδές που σκληραίνουν τις άκρες τους. Κάτι από το δέρμα σου που μαλακώνει την αφή μου, που σταθεροποιεί τον ρυθμό της αναπνοής μου, που ησυχάζει τις σκέψεις μου. Πληκτρολογώ το όνομά σου. Μεγεθύνω την γραμματοσειρά και το βάφω κόκκινο βαθύ. Στέκω ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα και το κοιτάζω.

…και ξαφνικά τα φώτα έσβησαν και η πόλη τυλίχτηκε στο σκοτάδι.

Δεν χρειάζομαι φως για να βρω το χέρι σου και να το τυλίξω στο δικό μου. Δεν χρειάζομαι ζέστη για να ομορφύνω την σκέψη μου και να προσπαθήσω χρωματίσω την δική σου. Καθάρισα από τις λάσπες τα παπούτσια μου και μπήκα στο σπίτι.Τι κι αν εκτός από τους σωλήνες πάγωσαν και οι τοίχοι; Αρκεί ένα φιλί για να ενώσει και να σπείρει με ηλιαχτίδες το πάτωμα που τρίζει, αλλά αντέχει ακόμα και μας κρατάει επάνω του. Αρκεί;

...με ένα κόκκινο φιλί

στα χείλη

σαν το λιοπύρι που
μαγκώνεται μες τον ιδρώτα
σαν το κορμί
που υψώνεται κάτω από τα φώτα
σαν προσευχή
που απέχει δυο σκαλιά
κι ένα μικρούλι σάλτο
απ' το ρεσάλτο
έφτασα, έπιασα
και να 'το
μες τα βελούδινα
μέσα στα ακάνθινα
βλέμματα που άφηνα να με αγγίξουν
να μου σφυρίξουν
την αλλεργία μου να ερεθίσουν
τρία άνθη λεμονιάς απ' το απυρόβλητο
μια γύρη γιασεμιού απ' το υπόγειο...

…και ξαφνικά η γη σταμάτησε να στριφογυρίζει. Ε και; Σε κρατάω στα χέρια μου.



Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

Cap ou pas cap…?


Αλλάζω δέρμα. Μπορείς να με αγαπάς έτσι; Αντέχεις; Κι αν δεν είναι το δέρμα τόσο απαλό και τρυφερό όσο παλιά; Κι αν το άρωμά μου δεν είναι ευχάριστο; Κι αν η ανάσα μου δεν μυρίζει φρέσκοανοιγμένη οδοντόκρεμα; Αντέχεις; Μπορείς να με θέλεις έτσι γυμνός που στέκομαι μπροστά σου; Χωρίς καμμία ταμπέλα υπομονής, επιμονής, ιδρώτα ή έρωτα; Μπορείς να ακούσεις την καρδιά μου να χτυπάει χωρίς να με αγγίζεις; Αντέχεις να με αγγίζεις χωρίς ο ηλεκτρισμός που διαπερνάει το σώμα σου να σε σκοτώνει; Ε; Μπορείς να με κοιτάζεις με το ίδιο πάθος όταν οι λέξεις που δραπετεύουν από τα δόντια είναι σκληρές; Αντέχεις να κρυφτείς στην αγκαλιά μου χωρίς να πεις κουβέντα; Κι αν σου ζητήσω να μου υποσχεθείς το οτιδήποτε, μπορείς να μην μου πεις «δεν ξέρω»; Αντέχεις να μην μου υποσχεθείς τίποτα;

Κι αν ο κλιματισμός της ζωής μου χαλάσει και σε μέρες καύσωνα σαν κι αυτήν δεν μπορώ να σε δροσίσω με την ίδια ευκολία και την ίδια επιτυχία; Κι αν σου ζητήσω να μαζέψεις ότι απέμεινε από το δέρμα μου στα σεντόνια και να το πετάξεις από το μπαλκόνι; Αντέχεις να μην με ρωτήσεις γιατί; Κι αν σου ζητήσω να διαλέξεις ανάμεσα στην ομορφιά και στα σκουπίδια; Μπορείς να μην μου θυμώσεις; Αντέχεις; Κι αν σου πω πως αισθάνομαι για σένα μπορείς να μην προσπαθήσεις να προσγειώσεις τα λεγόμενά μου; Ε; Κι αν σου ζητήσω να με ξεδιψάσεις; Αντέχεις να παραδεχτείς ότι το κάνεις από έρωτα; Μπορείς να με βοηθήσεις να αλλάξω και τα τελευταία κομμάτια δέρματος που απέμειναν γαντζωμένα στα μπράτσα μου; Αντέχεις να φιλήσεις τις πληγές μου και να χαϊδέψεις τα πόδια μου; Αντέχεις να ξετυλιχτείς από το σεντόνι που κρύβει το κορμί σου και να πετάξεις την μάσκα της θλίψης στην θάλασσα;

Κι αν ο χρόνος δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός γιατρός; Μπορείς να με κρατάς σφιχτά και να συνεχίζεις να ανακαλύπτεις τις ομοιότητες των χεριών μας; Κι αν κάποια πικρή γεύση καλύπτει που και που την γλυκιά; Μπορείς να μην την αφήνεις να ντύνει την γλώσσα σου και την σκέψη σου; Κι αν σου πω ότι δεν υπάρχει «καλό» και «κακό» ξεχωριστά; Αντέχεις να με πιστέψεις; Κι αν σου εκμυστηρευτώ ότι ένας ήλιος άνθισε κάτω από το μαξιλάρι σου; Αντέχεις να μην κοιτάξεις; Κι αν σου ζητήσω να συντονιστείς μαζί μου χωρίς παρεμβολές; Αντέχεις; Ε; Αντέχεις να χαμογελάς και να μην σπαταλιέσαι στην στασιμότητα; Κι αν σε καρφώσω στα μάτια και σου πω ότι μπορώ να μοιραστώ τον εαυτό μου μαζί σου; Κι αν αγριέψουν τα νερά και πεταχτούν στην στεριά καΐκια; Αντέχεις να ταξιδέψεις μαζί μου με τα μάτια κλειστά κάνοντας κουπί στο χώμα; Κι αν οι λάμπες της αυταπάτης σβήσουν επιτέλους, μπορείς να με αγαπάς στα σκοτεινά; Αντέχεις να με θέλεις όταν ανοίξω διάπλατα τις χοντρές κουρτίνες;

Κι αν σου ζητήσω να κρυφτώ στον λαιμό σου, στο στήθος σου, στις παλάμες σου, στα μαλλιά σου; Αντέχεις να αφεθείς έστω για μια μόνο στιγμή; Κι αν σου ξαναπώ πόσο μελωδική κι ερωτική είναι η φωνή σου; Αντέχεις να μου τραγουδήσεις; Ε; Κι αν φαλτσάρω και γεμίζω με διαφωνίες το τραγούδι σου; Μπορείς να κρατήσεις το ίσον για να να σε ξαναβρώ; Κι αν σου ψιθυρίσω ότι έχεις το ομορφότερο χαμόγελο που έχω δει; Μπορείς να μου χαρίσεις ένα απ’ευθείας; Κι αν δεν σε καταλαβαίνω πάντα σε όλα και δεν σε στηρίζω με τον τρόπο που επιθυμείς; Αντέχεις να με αφήσεις να ψάχνω την άκρη; Κι αν η άκρη είναι λιγάκι πιο μακριά από όσο φανταζόμουν; Κι αν κάνω λάθος στις προβλέψεις μου; Κι αν σου πω πως η ελευθερία διεκδικείται και δεν χαρίζεται; Κι αν σου πω ότι μου λείπεις με το που κλείνει η πόρτα; Κι αν σου πω ότι όσο υπόγεια κι αν είναι η νύχτα απόψε έχει μια γεύση από σάλσα; Αντέχεις να τολμήσεις; Ε; Αντέχεις να χορέψουμε ξανά και ξανά και ξάνά;


"...και μπροστά απ'τους κολασμένους περνάω εγώ σαν μια σκιά
που σεργιανάει στον Άδη την δικιά σου μυρωδιά
κι είναι λέω, ο παράδεισος για μας, αγάπη μου μικρή,
να μοιραζόμαστε τούτη την κόλαση μαζί. "



Σάββατο 4 Ιουλίου 2009

Εσύ



μοιάζεις με άστρο που ξεστράτισε
κι αρνήθηκε να γίνει πεφταστέρι
φόρεσε μια ευχή για φόρεμα
και ντύθηκε σαν καλοκαίρι


μοιάζεις με χρώμα που γεννήθηκε
σε μια αόρατη παλέτα
ξέφυγε σαν σταγόνα στο έδαφος
και υψώθηκε με πιρουέτα


μοιάζεις με ήλιο που σαν άνθισε
είχε την πιο σπάνια γύρη
έκρυβε μέλι στις αχτίδες του
κι ήρθε στο βλέμμα για να σπείρει


μοιάζεις με γέλιο που αγκιστρώθηκε
στα χείλη επάνω με ευκολία
γλίστρησε απ’ τον λαιμό ως τα γόνατα
κι έγινε ικεσία


μοιάζεις με νότα που ταξίδεψε
από αιώρα σε κορώνα
έκανε κούνια με μια ύφεση
κι έρωτα σε μια κρυψώνα


μοιάζεις με χάδι που περπάτησε
μέσα σε λάσπες και σε χιόνια
ξυπόλητο στην άμμο κούρνιασε
τυλίχτηκε σε ροζ σεντόνια



Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009

El sabor del amor



Σ'αγαπάω...
...από τα βουνά της Αργεντινής μέχρι τις παγωμένες θάλασσες της Φινλανδίας
από τις λίμνες του Καναδά μέχρι τα δάση της Κίνας
από τον πύργο του Άιφελ μέχρι τις πυραμίδες της Αιγύπτου
από την Σελήνη μέχρι τον Κρόνο
από τον πυρήνα της γης μέχρι μέχρι τα σύννεφα
από την άγρια δύση μέχρι τα igloo των Εσκιμώων
από την μία άκρη του ουράνιου τόξου μέχρι την άλλη
από το χαμόγελό σου μέχρι την καρδιά σου
από το καλοκαίρι μέχρι τον χειμώνα
από το τραγούδι των τζιτζικιών μέχρι τις νυχτερινές μελωδίες των τρυζονιών
από την λάμπα του δωματίου μου μέχρι τον ήλιο της άνοιξης
από τα μάτια σου μέχρι τα πόδια σου
από την γλώσσα σου μέχρι τον αφαλό σου
από την μύτη σου μέχρι την μικρή ελιά που μας κάνει να μοιάζουμε στο χέρι
από την τέντα του σπιτιού μου μέχρι την ομπρέλα της θάλασσας στις Σεϋχέλλες
από το όνειρο μέχρι την πραγματικότητα
από το φως μέχρι το σκοτάδι
από το περπάτημα των πιγκουΐνων μέχρι το κολύμπι των κύκνων
από το άνοιγμα των φτερών της πεταλούδας μέχρι το αγέρωχο πέταγμα του αετού
από την ζεστή σοκολάτα στην κούπα σου μέχρι το παγωμένο talisker στα χείλη μου
από την υγρασία πάνω στα φύλλα των δέντρων μέχρι την σκόνη πάνω στο τραπέζι του σαλονιού
από τα αφηρημένα σχέδια σε μια λευκή κόλλα χαρτί μέχρι τις κοιλάδες και τα φαράγγια επάνω στα τσαλακωμένα σεντόνια
από την αλλεργία σου μέχρι την δική μου
από τα ζεστά σου σημεία κάτω από τα ρούχα σου μέχρι τα σκαλιά στην παραλία που κόβει ο αέρας
από ένα τριαντάφυλλο στο παρμπρίζ ενός αυτοκινήτου μέχρι το ξαφνικό χτύπημα του κουδουνιού ένα πρωί
από την αποκοιμισμένη σου αναπνοή επάνω στον λαιμό μου μέχρι την ηδονή σου
από το καρφωμένο ερωτικό βλέμμα στα μάτια μέχρι το κρυφό άγγιγμα των δαχτύλων στην μέση του δρόμου
από την οθόνη του υπολογιστή μέχρι τον αναστεναγμό σου
από τις δύσκολες στιγμές μέχρι τις ευτυχισμένες
από την εφηβεία σου μέχρι την δική μου
από το παρόν σου μέχρι το δικό μου
από τους χυμούς σου μέχρι το οργασμικό τρέμουλο του κορμιού μου
από την αλλαγή των μορφασμών του προσώπου σου μέχρι την αλλαγή των εποχών
από την έμπνευση μέχρι το μπέρδεμα
από μια δαγκωνιά μέχρι ένα δάκρυ
από το χάδι στα μαλλιά σου μέχρι το πέταγμα ενός βότσαλου στην παραλία
από το άγχος σου μέχρι το δικό μου
από την ανησυχία μου μέχρι την δική σου
από την ξαφνική απόσταση μέχρι την ένωση ξανά
από τα “θέλω” μου μέχρι τα “μπορώ” σου
από τα “θέλω” σου μέχρι τον εαυτό σου
από “το μαξιλάρι σου” μέχρι το “πρέπει να φύγω”
από το κρύο μέχρι το ζεστό
από την αλμύρα μέχρι τον ουρανίσκο σου
από την ζάχαρη μέχρι το δέρμα σου
από τους καταρράκτες του Νιαγάρα μέχρι την Εσπλανάδα
από το “σε θέλω” μέχρι το “δεν ξέρω”
από την καληνύχτα σου μέχρι την καλημέρα μου
από το μακροβούτι μέχρι το πρώτο βλέμμα από τον βυθό προς την επιφάνεια
από την αδράνεια μέχρι την ζωή
από τον πόνο μέχρι την ξεγνοιασιά
από τις διέσεις σου μέχρι τις υφέσεις μου
από τον διακόπτη που ανάβει το φως στο δωμάτιο μέχρι την φλόγα που ανάβει το τσιγάρο
από την γραφή σου μέχρι το σφύριγμα του τρένου που αναχωρεί
από ένα μικρό σπυράκι στο πρόσωπο μέχρι την πιο όμορφη χορευτική φιγούρα
από το σβήσιμο των κεριών μιας τούρτας επάνω σε ένα παγκάκι μέχρι το κλείσιμο των βλεφάρων σε μια σφιχτή αγκαλιά
από την Disneyland μέχρι τα Εξάρχεια
από την ελευθερία μέχρι την φυλακή
από το φιλί σου μέχρι το χέρι σου που με χαιρετά κάτω από το μπαλκόνι
από μια δαγκωνιά στην σοκολάτα από το ψυγείο μέχρι την πιο πολυσύχναστη κινηματογραφική αίθουσα
από το “όχι” σου μέχρι το απρόσμενο “ναι”
από τις μαύρες τρύπες μέχρι τα νεφελώματα
από το αμήχανο χτύπημα των χεριών μου στο γραφείο μέχρι το μελωδικό σου άγγιγμα
από την μηχανή του χρόνου μέχρι την εφεύρεσή της
από τις λάθος επιλογές μέχρι το πάθος εκ των έσω
από την ερωτεύσιμη φωνή σου μέχρι τον ήχο του μολυβιού στο χαρτί
από τα “αγγλικά” σου μέχρι την σιωπή μου
από τις ηχογραφήσεις σου μέχρι το τραγούδι των γλάρων
από το χιούμορ σου μέχρι την γκρίνια μου
από την βροχή που δεν μας κυνηγάει γιατί καλοκαίριασε μέχρι το πρώτο μας μπάνιο
από τις κρίσεις πανικού μέχρι τον ήχο των καταρτιών την νύχτα
από το όνομά σου που δύσκολα προφέρω μέχρι όνομά μου που δύσκολα προφέρεις
από την μελαγχολία σου μέχρι την δική μου
από την ανασφάλεια μέχρι την ασφάλεια
από το “έλα” μέχρι το “να έρθω;”
από εσένα μέχρι εμένα
από τις φωτισμένες βιτρίνες μέχρι τα σκοτεινά σοκάκια
από τις ερήμους της Αφρικής μέχρι τον Αμαζόνιο
από τα ηλεκτροφόρα καλώδια μέχρι τις νότες του πενταγράμμου
από τις στιγμές που αιχμαλωτίζεις σε ένα κλικ μέχρι ένα δειλό χαμόγελο απ'το απέναντι πεζοδρόμιο
από τους αγκώνες σου μέχρι τα γόνατά σου
από τα πέλματά σου μέχρι τα μάγουλά σου
από το στήθος σου μέχρι την μέση σου
από το υπόγειο Λονδίνο μέχρι τα επιβλητικά βουνά της Ισλανδίας
από το “συγγνώμη” σου μέχρι το δικό μου
από το Μοναστηράκι μέχρι την Μονμάρτη
από το να καταφέρω να ζεστάνω την παγωνιά σου μέχρι να ζεστάνεις την δική μου
από το άρωμά σου επάνω μου μέχρι το δικό μου επάνω σου
από το ξυπόλητό σου περπάτημα μέχρι το πιο σαγηνευτικό σου ντύσιμο
από το κρυμμένο φεγγάρι μέχρι την άσφαλτο κάτω από τις ρόδες
από το πρωινό σε μια φέτα με μαρμελάδα μέχρι το βραδυνό αλκοολούχο κέρασμα
από τις μαγειρικές σου δημιουργίες μέχρι την ίδια σου την μοναδική γεύση

από εκεί μέχρι εδώ…
…σ’αγαπάω.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Another walk...

[ photo : MORNING LIGHT by leonidafremov ]

Μια ζωή. Μια ζωή έχουμε. Μια ζωή έχουμε για να μας τρέφει με ομοιογένειες και ανομοιογένειες, με επιθυμίες και απορρίψεις, με κατακτήσεις και απώλειες. Βυθίζουμε τα γυμνά μας πόδια στην υγρή άμμο της κατάχρησης κι αφήνουμε το κύμα του χρόνου να έρχεται και να φεύγει καλύπτοντας πότε τους αστραγάλους, πότε τους μηρούς και πότε το στήθος. Αν τα νερά είναι παγωμένα, τα συνηθίζουμε. Αν τα νερά είναι ζεστά, τα απολαμβάνουμε.

Παίρνουμε μια βαθιά ανάσα και βουτάμε χωρίς να υπολογίσουμε το βάθος, χωρίς να μετρήσουμε τις αντοχές του κορμιού μας στην πρόσκρουση με τον βράχο, χωρίς να κλείνουμε τα μάτια μας, κι ας τσούζουν από το αλάτι της αναμονής. Μην περιμένεις να αλλάξει από μόνος του ο αέρας και να μοιάζει ευνοϊκός στα πανιά σου. Μην περιμένεις να ξαναβγώ στην επιφάνεια κρατώντας στα χέρια μου εξωτικά κοχύλια και βότσαλα σε σπάνια χρώματα.

Μια χούφτα άμμο θα σου φέρω, να δω τους κόκκους της να κυλούν ανάμεσα στα μικρά σου δάχτυλα και να πέφτουν ένας ένας επάνω στα λυγισμένα σου γόνατα. Μια μικρή κλεψύδρα τα χέρια σου. Να περνάει ο χρόνος ανάμεσά τους και μόλις φανεί να τελειώνει, κάτι να αρχίζει από την αρχή. Είμαι εδώ δίπλα σου γιατί δεν θέλω να περιμένω την δεύτερη ζωή που μάλλον δεν έχουμε. Κι αν ήξερα ότι είχαμε, όμως, πάλι το ίδιο θα έκανα. Άπλωσε το χέρι σου.

Άπλωσε το χέρι σου να αγγίξω με τα ακροδάχτυλά μου τους κόμπους σου, τις κοιλάδες και τα φαράγγια ανάμεσα στα δάχτυλά σου, να στροβιλιστώ γύρω από τον κάθε σου πόρο και να αφήσω την δίνη ενός απαλού δέρματος, που αναπνέει και ιδρώνει, να με ρουφήξει μέσα του και να με εκτοξεύσει με δύναμη, ύστερα, μέχρι τα χείλη της προσμονής. Άπλωσε το χέρι σου να κρυφτώ στην παλάμη σου και να γίνω η τροφή της γροθιάς σου, να κάνω βαρκάδα στις άκρες των νυχιών σου και να δραπετεύσω δειλά μέχρι τον καρπό σου για να μετρήσω τους σφυγμούς και να συντονιστώ με την συμπαντική ενέργεια της ολότητάς σου. Άπλωσε το χέρι σου να κρατηθώ και να βγω από την κινούμενη άμμο της αδράνειας, να ζεσταθώ, να ηλεκτριστώ, να πάρω φόρα.

Άπλωσε το χέρι σου, μια χούφτα άμμο να σου φέρω από τον βυθό μου.

Έρχεται καλοκαίρι. Πρωινά και απογεύματα με το δροσερό αεράκι να γαργαλάει την μύτη. Με την ζέστη του μεσημεριού και την δροσιά της νύχτας. Ρούχα ανάλαφρα να χαϊδεύουν το δέρμα και να θυμίζουν όσα πέρασαν κι όσα θα ήθελες να έρθουν. Με τους αγκώνες στα κάγκελα του μπαλκονιού να κοιτάζεις εκεί μακριά κάποιο καράβι που έρχεται ή φεύγει ή αγκυροβολεί. Ένα χελιδόνι έχτισε πάλι φωλιά φέτος εκεί πάνω από το φως της πόρτας. Έχεις αφήσει ένα αγαπημένο σου τραγούδι να στριφογυρίζει σε επανάληψη γύρω από τον αστράγαλό σου σαν απαγορευμένη μικρή αλυσίδα που σε κάνει να αισθάνεσαι πιο ελεύθερα, πιο ερωτικά.

Άκουσα πρόσφατα πως “δεν είναι τα φτερά που κάνουν έναν άγγελο…, μονάχα πως τις νυχτερίδες πρέπει να βγάλεις μέσα από το κεφάλι σου”. Τι κι αν δεν είναι τόσο απλό; Δεν είναι δύσκολο. Κάπως έτσι εξηγείται το μισάνοιχτο παραθυρόφυλλο στο στήθος σου και ο ήλιος που κάνει κούνια στις βλεφαρίδες σου. Κάπως έτσι. Σαν ποδηλατάδα... με δυο-τρία παγάκια σε μέρα καύσωνα.

Μου αρέσει τόσο πολύ να βλέπω πουλιά να το σκάνε από κλουβιά. Έτσι με το μικρό τους ράμφος να ανοίγουν τον σύρτη. Κι ας είναι αβέβαιο το μέλλον τους εκεί έξω. Και τι έγινε; Καλοκαιριάζει, άλλωστε. Οι πέτρες μοιάζουν να κινούνται στις πλαγιές των βουνών, η άσφαλτος αχνίζει κι αν κλείσεις τα μάτια ίσως κάποιο αιθέριο έλαιο να φτάσει στα πνευμόνια σου, η γη γυρίζει λιγάκι πιο χορευτικά σε ήχους bossa nova, τα μαλλιά σου γελούν στο παιχνίδι των βημάτων σου, το κύμα αρπάζει μερικά δέκατα έκτα από την φούγκα της θάλασσας και τα αλλάζει μέτρο… έτσι για να κοροϊδέψει τον χρόνο…

Άπλωσε το χέρι σου, μια βόλτα να πάμε έξω από τον ψεύτικο κόσμο. Να σου δώσω ένα φιλί. Να μου δώσεις ένα ταξίδι.




"...you see it's not the wings that makes the angel
just have to move the bats out of your head."



Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Εδώ


…μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
και να το κρύψει σε ένα κουτί σοκολατάκια
κι ίσως διαρρεύσει σαν το βλέμμα των μωρών
πότε απ’το σώμα, πότε απ’ την σκέψη ως τα παγκάκια

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
κιτρινιασμένους τοίχους και λεκέδες στις κουρτίνες
κι από τα αστέρια που ανάβουν στις γιορτές
να μένουν μόνο οι ευχές χωρίς βιτρίνες

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
να με φιλήσει, να με πάρει από το χέρι
να στάξει χρώμα στων βημάτων μου το φιλμ
και να με διώξει, να με πάει, να με φέρει

…μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
να το στολίσει με κεράσια και νοθείες
κι ίσως εισπνεύσει το μινόρε της καρδιάς
για να εκπνεύσει παπαρούνες κι ευκαιρίες

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
υγρό μελάνι που αγκιστρώθηκε στο δέρμα
να σκαρφαλώσει στα ψηλότερα κλαδιά
να μου ζεσταίνει με χαμόγελο το βλέμμα

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
κι όλους τους κόκκους ζάχαρης απ’το τραπέζι
να τους μαζεύει μες στην χούφτα ηδονικά
στην γλώσσα ζάρια να τους ρίχνει και να παίζει

…μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
να ανατριχιάσει, να ανεβεί στο αεροπλάνο
και να κοιτάζει με δυο μάτια φωτεινά
αφρός της θάλασσας… τα σύννεφα από πάνω

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
με ένα αποτύπωμα γυμνό σε δυο σεντόνια
μια μυρωδιά στο στήθος και στις όχθες του αφαλού
γεύση δαχτύλων που γεννάει ηδονή για χρόνια

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
σε ένα ταξίδι σαν ένα δώρο γενεθλίων
και να σερβίρει δυο μπωλάκια παγωτό
μια στο μυαλό, μια στην καρδιά εκτός ορίων

…μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
να πάρει σάρκα και οστά η ελευθερία
κι απ’το παράθυρο να ρίξει τα μαλλιά
για να πιαστώ να πλησιάσω την ουσία

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
ηλεκτροφόρα σύρματα και εδάφη γερασμένα
να διώξει φόβους, ανασφάλειες και λάθη
να σπείρει έρωτες σε αγγίγματα δεμένα

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
να βγει για βόλτα με ξυπόλητα τα πόδια
να περπατήσει, να πετάξει, να προσγειωθεί
σαν δαγκωνιά γλυκιά σε όλα τα εμπόδια

…μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
ένα αστεράκι λαμπερό να βγει σεργιάνι
και να φωτίσει κρυψώνες και καημούς
μεταμορφώνοντας σε θάλασσα ανοιχτή, ένα λιμάνι.



[ κοιτώντας εδώ, με την σκέψη μου σε σένα ]



Tο παρόν ποίημα δακτυλογραφήθηκε
ύστερα από ψιθυριστή υπαγόρευση της μούσας μου.
Θέλω
να το πάω βόλτα σπίτι του... χαρίζοντάς της το.


Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Άνοιξη

[ photo : La philosophie est by *BenoitPaille ]

Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Όλη νύχτα έβρεχε και οι σταγόνες άφηναν την φωνή τους επάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού. Είχε δει τα μαύρα σύννεφα να πλησιάζουν από νωρίς το απόγευμα κι έτσι σήκωσε την τέντα με τον γνωστό μακρόσυρτο θόρυβο - σήμα κατατεθέν της παρουσίας του στην γειτονιά. Ήταν μια καλή ευκαιρία να ποτιστούν τα λουλούδια, σκέφτηκε. Δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα και σε λίγο θα χαράξει. Μια με την βροχή, μια με την μουσική, μια με τις σκέψεις του, πέρασε η ώρα. Κάποια στιγμή άναψε και την τηλεόραση αλλά την έσβησε αμέσως. Ίσα που πρόλαβε να φωτίσει το δωμάτιο... κάτι σαν αστραπή. Έτσι θυμήθηκε όταν πήγαινε σχολείο και κάθε που άστραφτε, μετρούσε τα δευτερόλεπτα μέχρι το μπουμπουνητό, τα πολλαπλασσίαζε με έναν αριθμό που τώρα πια δεν θυμόταν κι έβρισκε, χαμογελώντας, την απόσταση του κεραυνού από το σπίτι του. Θριαμβευτικά μετέδιδε το νέο σε όποιον είχε την... τιμή να βρίσκεται δίπλα του. Μια νοσταλγία με το βλέμμα κολλημένο στον απέναντι τοίχο, εκεί που το φωτιστικό δαπέδου σχημάτιζε σχέδια με σκιές στον τοίχο, κι ένα μικρό χαμόγελο ανάμεσα στα αξύριστα γένια του. "Μου αρέσεις πιο πολύ έτσι αξύριστος", του είχε πει εκείνη.

Εκείνη. Όταν είδε για πρώτη φορά τα μάτια της, τους χώριζε ένα παρμπρίζ αυτοκινήτου. Ήταν μία από τις ζεστές ημέρες του χειμώνα. Άνοιξε την πόρτα, βγήκε και με μία χειραψία του συστήθηκε. Εκείνος έβγαλε από την τσέπη του μια σοκολάτα και της την χάρισε. Του χαμογέλασε. Δεν χρειαζόταν να δει τίποτα άλλο. Το πρόσωπό της είχε κάτι από εξοχή την άνοιξη. Ολόκληρη του θύμιζε την άνοιξη... και μια φορά της το είπε. "Μου αρέσει αυτό σαν ιδέα ", του απάντησε. Το πρώτο φιλί, της το έδωσε στο χέρι. Μια νύχτα, στο ίδιο μέρος, του διηγήθηκε το παραμύθι της ζωής της, την πήρε στην αγκαλιά του κι έμειναν εκεί καθισμένοι σε ένα παγκάκι, με τα μάτια κλειστά και τον άνεμο να χορεύει με τα φύλλα των δέντρων. Εϊχε περάσει ώρα πολλή και τότε εκείνος άνοιξε τα μάτια του. Η νύχτα έμοιαζε με μέρα. Μια λευκή συννεφιά από το πουθενά είχε καλύψει τον ουρανό. Της το ψιθύρισε. Ανασηκώθηκαν με τα σώματά τους σε όρθια στάση, της φόρεσε το καπέλο του και την φωτογράφησε με το μυαλό και την καρδιά του. Ύστερα, άρχισε να βρέχει και να φυσάει παγωμένα. "Κρυώνω", του είπε. Σηκώθηκαν κι έτρεξαν κάτω από την βροχή μέχρι τα αυτοκίνητά τους. Με τον καιρό άνοιξε την ψυχή του και την άφησε να ζωγραφίσει βουνά και ήλιους μέσα της. Εκείνη του μιλούσε, τον φιλούσε, τον άγγιζε, τον κοιτούσε, του χαμογελούσε, τον αγκάλιαζε... κι εκείνος την ερωτευόταν. "Σε έχω τραβήξει δύο φωτογραφίες, χωρίς να το ξέρεις", του είπε μια νύχτα.

Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Έκανε ψύχρα. Ο Απρίλης είχε στρογγυλοκαθίσει στο ημερολόγιο. Τα μεσημέρια με κοντομάνικο, τις νύχτες με μπουφανάκι. Είχε γύρει το κεφάλι του στο μαξιλάρι αφήνοντας να τον νανουρίσουν όμορφες είκονες σε ένα περίεργο κοκτέιλ επιθυμιών, αναμνήσεων και παρόντος. Μάλλον αποκοιμήθηκε για μερικά λεπτά και ξύπνησε την στιγμή που κάποιο θορυβώδες μηχανάκι διέσχιζε την ησυχία. Ήταν ακριβώς την στιγμή που ένιωσε σαν να πέφτει μές στον ύπνο του. Κοίταξε το ρολόι. Δεν είχε περάσει ώρα από την τελευταία φορά που έκανε το ίδιο. Γύρισε το κεφάλι του δεξιά και νόμισε για μια στιγμή πως είδε την φιγούρα εκείνης δίπλα του κι ύστερα στην αγκαλιά του, όπως εκείνο το πρωινό που ήρθε και κοιμήθηκε για πρώτη φορά στα χέρια του. Δεν θα άλλαζε με τίποτα εκείνη την στιγμή και θα έδινε τα πάντα για να την ξαναζήσει. Σηκώθηκε από το κρεββάτι. Φόρεσε τα ακουστικά του και βγήκε στο μπαλκόνι. Εϊχε ξαστεριά. Δυο περιστέρια κοιμόντουσαν σε ένα από τα σίδερα που στήριζαν παλιότερα κάποιο κλιματιστικό."Λες να είναι ταχυδρομικά;", σκέφτηκε. Πάτησε το play και άφησε την φωνή εκείνης να τον συντροφεύσει μέχρι να φανούν οι πρώτες αχτίδες. Την άκουγε να του τραγουδάει, να του μιλάει, να του χαϊδεύει τα αυτιά με νότες, και να του διαβάζει την ιστορία του Σιρανό και της Ρωξάνης. Το χαμόγελό του έγινε δάκρυ κι ύστερα πάλι χαμόγελο κι ύστερα πάλι δάκρυ. Λάτρευε να την ακούει.

Θυμήθηκε, τότε παλιά που ένιωθε έναν περίεργο πανικό αν είχε τύχει να μείνει ξύπνιος μέχρι το ξημέρωμα. Τώρα πια, το είχε ξεπεράσει αυτό. Με τα ακουστικά του στα αυτιά, φόρεσε το πρώτο παντελόνι που βρήκε μπροστά του, έβαλε το κοτλέ του μπουφάν, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου κι έφυγε από το σπίτι. Στην είσοδο της πολυκατοικίας, ένας σκύλος στεκόταν έξω από την πόρτα και τον κοιτούσε με βλέμμα μελαγχολικό. Βγήκε στον δρόμο και ο σκύλος τον ακολούθησε. Όταν έφτασε στην είσοδο του πάρκινγκ γύρισε και κοίταξε το μελαγχολικό βλέμμα δίπλα του, κοντοστάθηκε και του είπε "Έλα, πάμε βόλτα.". Έβαλε ξανά τα κλειδιά στην τσέπη του και άρχισαν να περπατούν μαζί με κατεύθυνση προς την θάλασσα. Ανέβηκαν σε πεζοδρόμια, στάθηκαν σε φανάρια, πάτησαν λάσπες, τυφλώθηκαν από προβολείς αυτοκινήτων, συνάντησαν βλέμματα ύποπτων και ανύποπτων περαστικών... Του μίλησε για εκείνην και του διηγήθηκε πως η άνοιξη μπήκε γι αυτόν από τον Δεκέμβρη. Μίλησε για τα μαλλιά της, για τα χείλη της, για τα πόδια της, για τα ρούχα της, για τις ελιές της, για τους φόβους της, για το πάθος της, για τον ερωτισμό της, για τo χιούμορ της, για την δημιουργικότητά της, για την φωνή της, για την καρδιά της, για τον αφαλό της, για την σιωπή της... Περπατούσε ώρα και ο σκύλος τον ακολουθούσε. Τον βάφτισε, του έδωσε και όνομα... Σιρανό, τον είπε. Όχι ότι είχε μεγάλη μουσούδα, αλλά έτσι απλά... Μόλις φάνηκε το πρώτο αχνό φως στον ουρανό, ήταν κάτω από το σπίτι της. Ο Σιρανό άρχισε να γαυγίζει δυνατά, πολύ δυνατά, σαν να ήξερε, σαν να ήθελε να βοηθήσει εκείνον να την ξυπνήσει. Εκείνος, του έκανε νεύμα να κάνει ησυχία. "Σσστ... μην την ξυπνήσεις. Ίσως να έχουμε πάει μαζί εκδρομή εκεί στο ονειρό της. Άφησέ την να κοιμηθεί και να με ταξιδέψει μαζί της.", είπε στον Σιρανό. Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο του και πάνω στην εκπνοή με κρυμμένα τα χείλη στον καπνό ψιθύρισε δειλά "Σ'αγαπώ", και πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Ο ψίθυρός του ξάπλωσε πάνω σε ένα φύλλο περιπλανώμενο, το οποίο σήκωσε ο αέρας ψηλά, πολύ ψηλά, κι ύστερα το άφησε απαλά στο μπαλκόνι της, να το δει μόλις τραβήξει τις κουρτίνες, το πρωί που θα ξυπνήσει.



Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Είναι νωρίς

Είναι βράδυ.
Τρία παγάκια σε ένα χαμηλό ποτήρι κι ένα που ξέφυγε και θρυμματίστηκε στο πάτωμα είναι η ζωή όταν πρώτα την κοιτάζεις με πάθος στα μάτια κι ύστερα από φόβο την αφήνεις να λιώσει. Ρίχνεις και μερικά δάκρυα για νοθεία της στιγμής, μεταφέρεις λίγη θερμότητα από τα δάχτυλά σου πριν προλάβουν να παγώσουν και εκσφενδονίζεις το κατασκεύασμά σου προς το τζάμι του μπαλκονιού. Ποιο το αποτέλεσμα; Πολλά σπασμένα τζάμια που ίσως ματώσουν τα γυμνά σου πόδια, μερικά ανυπότακτα θρύψαλα επιμελώς κρυμμένα στα ανακατεμένα σεντόνια του διπλού σου κρεβατιού, λίγος πάγος να υγραίνει σιγά σιγά την άκρη του κομοδίνου, και μερικά δάκρυα που ξαναγυρίζουν επιθετικά ξανά πίσω στα μάτια σου. Τι πέτυχες λοιπόν;

Ήταν πρωί.
Δύο κορμιά ημίγυμνα ξαπλωμένα δίπλα δίπλα για πολλές ώρες. Όσες κι αν ήταν, όμως, μάλλον δεν ήταν αρκετές. Εκεί, κάτω από τα ασπρόμαυρα φύλλα των δέντρων με τα φώτα σβηστά, τις πόρτες σφραγισμένες. Εκεί, για λίγο, μακριά από όλα εκείνα που εγκλωβίζουν την αναπνοή και τα αγγίγματα. Με δάχτυλα μπλεγμένα, με υγρά χάδια. Μέχρι την στιγμή που κάποια δύσκολη λέξη λέγεται και τα φύλλα πέφτουν, οι πόρτες ανοίγουν, τα κορμιά χωρίζονται. Κι ύστερα; Κι ύστερα ούτε να μιλήσεις να μπορείς, ούτε βήμα. Το γλυκό φιλί κρύφτηκε στο ασανσέρ και κατέβηκε στο ισόγειο. Μην κλειδώσεις την πόρτα, ίσως και να γυρίσει.

Έρχεται άνοιξη.
Το κουδούνι χτυπάει, πάνω που είχες ετοιμαστεί να ξαπλώσεις να κοιμηθείς. Όχι ότι νύσταζες. Μια διέξοδος για να μην σκέφτεσαι. «Είμαι από κάτω. Να ανέβω;». Οι λέξεις ηχούν σαν ψέμα στα αυτιά σου και για μια στιγμή βουτάνε μέσα τους και χοροπηδούν επάνω στα τύμπανα. Παίζουν συγχρονισμένα έναν όμορφο ρυθμό και νομίζεις πως τις ακούς να τραγουδούν κιόλας. Τι τραγούδι είναι αυτό αλήθεια; Είναι βαλς σε κάποια άγνωστη γλώσσα. Ακούς τον ήχο του ασανσέρ και ξεκλειδώνεις με μια μικρή δειλία και μια μεγάλη λαχτάρα ταυτόχρονα. Εκείνη την τελευταία στιγμή πέφτει το βλέμμα σου στο ημερολόγιο. Σκέφτεσαι πως για ένα κλικ απέφυγες την πρωταπριλιά του νου σου. Την απέφυγες;

Ήταν χειμώνας.
Ένας μικρός σίφουνας σχηματίστηκε και μπήκε στο σαλόνι. Δεν ήταν ορμητικός. Στριφογύριζε απαλά σαν να χόρευε μεθυστικά μόνο για σένα, πρώτα με όμορφα αραδιασμένες λέξεις, κι ύστερα με φωνές, με νότες, με σκέψεις, με καλημέρες, με καληνύχτες, με βλέμματα, με τυχαία αγγίγματα, με αγκαλιές, με τρυφερά χάδια, με φιλιά, με ηδονές. Ένας μικρός σίφουνας που σου έδωσε το φιλί της ζωής και σε πήρε από το χέρι να σου δείξει πως μπορεί ένα χαμόγελο να μοιάζει με ηλιοβασίλεμα και με ανατολή ταυτόχρονα, πως μπορούν δέκα λεπτά να γίνουν βάλσαμο μετά από μια δύσκολη μέρα στην δουλειά και πως μπορεί ένα μικρό κομμάτι σοκολάτα να δίνει δύναμη και να σε γλυκαίνει κιόλας. Ένας μικρός σίφουνας που ενέπνευσε μελωδία στο μυαλό σου έπειτα από καιρό, που έβαλε τον πληθυντικό στις φράσεις σας, που σε κοίταξε όπως ποτέ ξανά δεν σε είχαν κοιτάξει, που άφησε το άρωμά του στους περιπάτους δίπλα στην θάλασσα, σε δυο μπάλες παγωτό, σε δύο νόστιμα τοστάκια, στην ξαφνική βροχή, στο στόμα σου, στα χέρια σου, στα σεντόνια σου. Αρωμάτισε την ζωή σου και χρωμάτισε την ψυχή σου με 24 κυρομπογιές που ακόμη δεν βγήκαν από το κουτί τους, με κουρτίνες που ακόμα δεν διαλέχτηκαν και δεν κρεμάστηκαν στους τοίχους σου, με το «έλα», με το «μαζί», με την εκδρομή που δεν πήγατε ακόμα. Ένας μικρός σίφουνας που σου είπε ότι σε μυρίζει πάνω του, που σε φίλησε στα μάτια. Απεγκλώβισε το κορμί σου και αιχμαλώτισε κρυφά την καρδιά σου, φύσηξε δυνατά και σε σήκωσε ψηλά και σε έριξε σε ήσυχα νερά για μακροβούτι… Κάθε φορά που βγαίνεις στην επιφάνεια, φωτίζει τον δρόμο σου για να μην χάνεσαι από εσένα, από παντού.

Είναι παραμύθι.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μικρή λέξη. Πέντε γράμματα όλα κι όλα την αποτελούσαν, την χτένιζαν, της μιλούσαν γλυκά, την νανούριζαν, της έπιαναν κουβέντα, την πήγαιναν βόλτες. Κάποιες φορές όμως την αιχμαλώτιζαν και δεν την άφηναν να περιπλανηθεί σε φράσεις ερωτικές, να κάνει κούνια με ερωτηματικά, να σκαρφαλώσει σε θαυμαστικά και να κλείσει το μάτι σε κάποιους τόνους ανυπότακτους. Της άρεσε να κοιτάζει τους τόνους. Της θύμιζαν άλμπατρος που πετούσαν πάνω από την αυλή της, κούρνιαζαν σε διπλανές στέγες κι ύστερα έφευγαν πάλι. Υπήρχαν φορές που δεν την πρόσεχε κανείς και τότε τους τραβούσε φωτογραφίες στα κρυφά… Είχε κι εκείνη έναν δικό της και μάλιστα πετούσε λιγάκι πιο ψηλά από τους περισσότερους.
(...)

Μια φορά κι έναν καιρό ήρθε ξαφνικά και άραξε στην αιώρα των βλεφάρων μου. Από τότε την χαζεύω όποτε μπορώ, την χαϊδεύω όποτε μπορώ και την σκέφτομαι όποτε θέλω. Αυτά τα λόγια είναι για εκείνη που υπερκαλύπτει τα κόμματα και τις τελείες και υψώνεται ή βυθίζεται πάνω και κάτω από τις γραμμές ανάλογα με τον τρόπο γραφής, ανάλογα με τον τρόπο ζωής. Είναι για εκείνη που στο φεγγάρι γίνεται μελωδία και στον ήλιο ζωγραφιά. Είναι για εκείνη που εύκολα ή δύσκολα, κατανοητά ή μη, καλά ή κακά, όμορφα ή άσχημα, με λάθη ή με πάθη, με γέλια ή με δάκρυα, με αποφάσεις ή με προφάσεις, με χρώμα ή χωρίς, με παρουσία ή με απουσία, κάνει την ζωή να μοιάζει στα μάτια μου με θάλασσα από καλοκαίρι σε χειμώνα.

Είναι πόνος.
Άγγιξέ με να τον διώξεις και να φύγει, να πιαστεί από ένα χρωματιστό μπαλόνι και να ταξιδέψει μακριά από εμένα κι από εσένα. Άγγιξέ με στους κύκλους του χορού. Άγγιξέ με.




Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

my love

[ photo : levant by eugenmales ]

Φωλιάζουν στο χθες, καλές και κακές
οι στιγμές που σε στιχάκια διαβάζω
και νοσταλγώ, κοιτάζομαι στον καιρό
τριανταένα χρόνια σε ένα λεπτό

ένα λεπτό χωρίς φωνή
και λόγια από μισάνοιχτα χείλη
μάλλον αρκεί στην κούφια ζωή
για να το νιώσει, είναι γεμάτη κι αυτή

ξυπνάνε στον ύπνο τους οι ψυχές
και βγαίνουν βόλτα για να δουν το σκοτάδι
είναι σαν χάδι που τις κρατάει ζωντανές
για να κρατάνε αγκαλιά τις ευχές

μια ευχή σαν βραδυνή προσευχή
θέλω κι απόψε να χαρίσω σε σένα
που είσαι αλλού, πουθενά και παντού
πίνοντας νέκταρ στα στενά του μυαλού

πόσο πολύ μ’ αρέσει να σε κοιτάζω
κι όσο σ’ αγγίζω κι άλλο τόσο που δεν σ’ αγγίζω
τόσο να σ’ αγαπώ
τον ήλιο να βλέπω όπου γυρίζει
να γυρνάω κι εγώ
με το φεγγάρι παλεύω, τον χειμώνα γυρεύω




"πιο εύκολο μου φαίνεται την θάλασσα να αδειάσω

να την πετάξω στην στεριά παρά να σε ξεχάσω"




Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Μ'ακούς;

άνοιξα ξανά τις κουρτίνες
μήπως και σε δω να περνάς ανάμεσά τους
ψυχή τε και σώματι

[ την φωτογραφία έφεραν τα νερά από το λιμανάκι ]

Απλώνω το χέρι μου μερικά εκατοστά μπροστά από τα μάτια μου και βυθίζομαι στην ψευδαίσθηση της αφής. Πόσο άρρωστο μπορεί να είναι αυτό; Πόσο υγιής μπορεί να είναι μια επιθυμία που σε κρατάει εγκλωβισμένο μπροστά σε μια φωτογραφία χωρίς καμμία μα καμμία διάθεση για απεγκλωβισμό; Μακάρι να ήξερα.

Εισπνέω τον καπνό από το δωμάτιο, στηρίζοντας το κεφάλι μου με το ένα μου χέρι, και ανακαλύπτω έκπληκτος την διάρκεια μιας μυρωδιάς κοιμισμένης στα δάχτυλά μου… μιας μυρωδιάς απαγορευμένης, ίσως, αιθέριας, από μια νύχτα δυο βήματα από την θάλασσα. Ψευδαίσθηση της όσφρησης;

Οδηγώ και τα τζάμια θολώνουν. Εκεί δεξιά νομίζω πως διακρίνω ένα αποτύπωμα να εμφανίζεται. Είχε κρυφτεί αλλά ήταν εκεί. Ή μήπως κάνω λάθος; Όσο κι αν κάτι κρυφτεί, όμως, όσο κι αν το κρύψεις επιμελώς, θα βρει έναν τρόπο αργά ή γρήγορα για να κάνει το βλέμμα να παγώσει, έπειτα να ζεσταθεί, ύστερα να παγώσει πάλι… Η ψευδαίσθηση της όρασης ήταν η συνοδηγός μου απόψε.

Ακουμπάω το κεφάλι μου στην κορυφή της καρέκλας και η στιγμή μου υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να κοιμηθώ. Όχι, απόψε. Απόψε πρέπει να προσέχω μήπως φανούν μερικοί ανυπότακτοι εφιάλτες από κάποιο στενό σοκάκι και σε τρομάξουν. Και τώρα; Μήπως έχω αποκοιμηθεί και δεν το κατάλαβα; Ανάμεσα στο ουρλιαχτό των αυτοκινήτων στην λεωφόρο, έρχεται ένα μονόγραμμα να κεντηθεί με χρωματιστή κλωστή επάνω στα τύμπανα των αυτιών μου. Όχι, δεν θα ανοίξω τα μάτια, δεν θα κοιμηθώ και δεν θα ξυπνήσω. Θα μείνω ως έχω. Σε μια σφιχτή αγκαλιά με την ψευδαίσθηση της ακοής.

Δίψασα. Ό,τι και να πιω όμως, είναι υποκατάστατο. Ας διψάω. Βρέχω με την γλώσσα τα χείλη μου και παραδίνομαι ηδονικά στην ψευδαίσθηση της γεύσης. Αφήνομαι σε σένα.

Υπάρχει και έκτη ψευδαίσθηση; Αν ναι, τότε αυτή την στιγμή κοιμάσαι στην αγκαλιά μου.

Αγγίζω με το ένα μου χέρι την μέση σου, με το άλλο πιάνω το χέρι σου που είναι ακουμπισμένο επάνω στο στήθος μου, ακούω την αναπνοή σου, μυρίζω τα μαλλιά σου και δίνω ένα απαλό φιλί στα μάτια σου. Ακουμπάς τα χείλη σου στον λαιμό μου και μένεις ακίνητη. Ας μείνω κι εγώ ακίνητος τώρα, μην σε ξυπνήσω. Σου ψιθυρίζω καληνύχτα, χαμογελάω δειλά και κλείνω τα μάτια μου. Αίσθηση της ευτυχίας; Μπορεί. Αλήθεια ή ψέμα; Ζωή.

« Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν, μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς »


Φοβάμαι.


Κυριακή.
Φοβάμαι, απόψε, πιο πολύ.



Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Φυλαχτό


για την νεράιδα, που φανερώθηκε στο άδειο καλντερίμι

Αφήνω μια γουλιά καφέ να κυλήσει στα αυλάκια της γλώσσας μου. Δεν είχα υπολογίσει την αντοχή της στην θερμότητα και κάπως έτσι έκαψα την άκρη της. Στην απότομη κίνηση να προφυλάξω την υπάρχουσα πολύτιμη γεύση ως αίσθηση και ως ανάμνηση, τράβηξα απότομα την κούπα από το στόμα μου, ενώ μία μεγάλη σταγόνα προσγειωνόταν απότομα ακριβώς πάνω σε μια μικρή πληγή που είχε γεννηθεί λόγω κρύου στην άκρη των χειλιών μου. Ένα δευτερόλεπτο πόνου, δύο χάδια ανακούφισης, και τρία φιλιά επούλωσης…


- Επουλώνονται οι πληγές;
- Μα φυσικά και επουλώνονται. Τι ερώτηση είναι αυτή;
- Κάποιες ναι. Όχι όλες, όμως.
- Αναφέρεσαι σε κάποια συγκεκριμένη;
- Στον χρόνο.
- Ο χρόνος δεν είναι πληγή. Είναι μονάχα ένα χαμόγελο που πότε σωπαίνει και πότε γίνεται γέλιο γοερό.
- Πίσω από το χαμόγελο, όμως, υπάρχουν σκέψεις που δεν παύουν ποτέ να το επηρεάζουν. Σκέψεις που μοιάζουν με τριαντάφυλλο. Ανθίζουν στο κατάλληλο βλέμμα και ματώνουν στο κατάλληλο άγγιγμα.
- Το αίμα είναι ζωή για κάποια όντα, μην το ξεχνάς.
- Δεν το ξεχνάω. Αυτό είναι το θέμα.
- Πες μου τι σκέφτεσαι αυτή την στιγμή;
- Τίποτα.
- Δεν γίνεται. Λες ψέματα.
- Το ξέρω.
- Λοιπόν;
- Φίλησέ με.

Πόσο ψεύτικη μπορεί να είναι μια ζωή; Πόσο ψεύτικη μέσα στις αλήθειες που περιστρέφονται γύρω από τον λαιμό της σαν ένα μενταγιόν, το οποίο θα ήθελε να είναι ερωτικό αλλά δεν τα κατάφερε. Όχι κάπου στην πορεία μα από την στιγμή που το κεχριμπαρένιο στολίδι πιάστηκε από κάποιο επιδέξιο χέρι για να τοποθετηθεί επάνω του. Πριν καν τοποθετηθεί. Από εκεί ξεκινάει το ψέμα. Μην με ρωτήσεις που τελειώνει ή αν τελειώνει εν τέλει. Άλλωστε, από που κι ως που θα έπρεπε να το γνωρίζω αυτό; Μόνο κάποιος τυχαίος εξωτερικός παρατηρητής, ανθρώπινος ή μη, ίσως να μπορούσε να βρει άκρη. Μια άκρη αμφιλεγόμενη, σαν την άκρη της κλωστής που δεν καταφέρνει να περάσει από την χαραμάδα της βελόνας. Δεν φταίει ούτε η κλωστή ούτε η βελόνα. Ο χρόνος φταίει που αν δεν έχει κριθεί ακόμα ακατάλληλος από τα απαίδευτα μάτια, θα κριθεί εντός ολίγου. Ο χρόνος φταίει που δεν επιτρέπει στο κέντημα να δημιουργηθεί και να πάψει να είναι φαντασία ή φαντασίωση στο μυαλό ενός ή δύο.

Σε αγγίζω. Θέλεις να σου πω γιατί;

Σε αγγίζω για να αισθανθώ το ηλεκτρικό ρεύμα να τινάζει τους εγκεφαλικούς μου νευρώνες. Σε αγγίζω γιατί κάθε φορά που το κάνω αισθάνομαι σαν να είναι η πρώτη φορά. Δεν υπερβάλλω και δεν το γράφω για να γεμίσω με λέξεις την παράγραφο αυτή. Σε αγγίζω γιατί κάθε φορά, για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, οι χτύποι της καρδιάς μου ξεστρατίζουν, χάνουν την περιοδικότητά τους, η αναπνοή μου διακόπτεται και επαναφέρεται όπως την στιγμή που ξεκολλάω από τον όποιον βυθό και βγαίνω στην επιφάνεια με το στόμα ορθάνοιχτο. Σε αγγίζω για το απαλό σου δέρμα, για τα παγωμένα και τα ζεστά σημεία του κορμιού σου, για τα μελωδικά σου δάχτυλα, για τα βλέφαρα που σαν ανοίγουν φανερώνουν αστέρια, πότε ανάμεσα στα σύννεφα και πότε καθρεφτισμένα στα νερά. Σε αγγίζω γιατί μου μοιάζει σωστό, γιατί μου μοιάζει οικείο. Σε αγγίζω για να επουλώσω τις πληγές σου κι ίσως τις δικές μου. Σε αγγίζω για να κλείσω το μάτι περιπαιχτικά στον χρόνο και στο ψέμα, για να μπορέσω να αναπνεύσω την μυρωδιά σου που εγκλωβίζεται στα δάχτυλά μου, για να βλέπω τα χείλη σου να ζητούν το φιλί, για να γίνεσαι η ηδονή η ίδια, για να πάψει να είναι το πάθος μου φαντασία ή φαντασίωση.

Σε αγγίζω για να σε βλέπω να με κοιτάς και να αισθάνομαι, ακόμη κι αν δεν ισχύει, μοναδικά σημαντικός εκείνη την στιγμή. Σε αγγίζω για να μπερδεύω την γραμμή της ζωής μου στα μαλλιά σου, για να ξεκουράζω και να ερεθίζω τα πόδια σου.

Σε αγγίζω γιατί σε θέλω.

Τι χωρίζει την ησυχία από την ανησυχία; Ένα “αν”. Ένα “αν” που σαν χρονομηχανή παίζει κρυφτό μαζί μας, κι εμείς αμέτοχοι μέτοχοι της ανεκτίμητης αξίας της, ρίχνουμε την αυτοπεποίθηση στα σκουπίδια, και πετάμε την ανασφάλεια στα κεραμμύδια, νομίζοντας πως ένα γλυκό παραμύθι θα κάνει τον ύπνο μας λιγάκι πιο ευχάριστο και το ξύπνημά μας πιο ανέμελο. Θέλω να είμαι εκεί την επόμενη φορά που θα ξυπνήσεις, κι ας μην μου ψιθυρίσεις καλημέρα, κι ας μην με αγγίξεις. Να είμαι εκεί, κρατώντας σαν πολύτιμο φυλαχτό το “αν” στα χέρια μου, να το διαχωρίσω και να το ξαναενώσω ανάποδα, να του δώσω ένα προσεχτικό φιλί, να στο φορέσω σαν αλυσίδα στο πόδι, κι εσύ να μου χαμογελάσεις.

Αφήνω άλλη μια γουλιά καφέ να κυλήσει στα αυλάκια της γλώσσας μου. Δεν υπάρχει ο ίδιος κίνδυνος πια. Έχει περάσει ώρα, άλλωστε, και η θερμοκρασία έχει πέσει αισθητά, μέσα και έξω. Απόψε δεν θα φορέσω την ζακέτα μου κι ας κρυώσω. Σιγά το κρύο, εδώ που τα λέμε. Τι να πουν δηλαδή οι Εσκιμώοι και οι πιγκουΐνοι τότε; …Μια φορά κι έναν καιρό, μάλιστα, άκουσα μια γλυκιά φωνή να τους μπερδεύει αυτούς τους δύο… και χαμογέλασα. Ξέρεις κάτι; Ίσως τελικά το μόνο που οφείλουμε να μάθουμε από αυτούς είναι το ποιος είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να πλησιάσουμε την ζεστασιά και την τρυφερότητα όταν όλα γύρω μοιάζουν παγωμένα…

Είναι νωρίς ακόμα. Ή μήπως είναι αργά; Μπα… ποτέ δεν είναι αργά. Έτσι δεν λένε, άλλωστε; Δεν έχω ιδέα.



Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Μια νότα εκτός κλειδιού

[ photo : loneliness by gnato ]


Τα χρόνια είναι δρόμος κεντρικός
γεμάτος με λακκούβες κι όλο φως
είναι ένας μυστικός και ρηχός ωκεανός

μια λίμνη με σκιές και όνειρα
φθινόπωρο με ανοιξιάτικα δειλινά
Δεκέμβριος, με ιδρώτα στο κορμί, η καρδιά

κυκλάμινα στο χρώμα του ουρανού
ένα νησί στο φόντο του φεγγαριού
είν’ η ζωή μια νότα εκτός κλειδιού

συννεφιασμένη θάλασσα γυμνή
γυμνή σαν ηλιαχτίδα σε βροχή
που ψάχνει στην ομίχλη το γιατί

πώς να πετάξω μακριά που φοβάμαι;
το παραμύθι ήταν πικρό δεν κοιμάμαι
με ένα σκοτάδι γύρω μου να με πνίγει
και η μορφή σου σύρμα που με τυλίγει


[ άστρο θαμπό του πρωινού, για χάρη σου αγρυπνούμε
και τούτη η μέρα ας μας βρει μ' αυτούς που αγαπούμε ]


Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Τώρα!

[ photo : Waiting for player by S_t_r_a_n_g_e ]


Αγριεμένα κύματα μπαίνουν μες στην πόλη
στα κεραμμύδια ανέβηκα
σε πήρα από το χέρι

να αντέξεις να σωθείς, να μεταμορφωθείς

ήταν ο χρόνος που έπεφτε ο ήλιος να πλαγιάσει
και το νερό ανέβαινε
στον ουρανό να φτάσει

αν ξέρεις να γελάς, μάθε να κολυμπάς

για μένα, για σένα, εδώ.

Άλλη μια φορά, λύσε τα μαλλιά
πάρε φόρα, τώρα, πήγε μπλε η ωρα.

Αν φτάσεις πρώτη απέναντι
πέριμενε στον φάρο
κι αν κάτι πάει ανάποδα, όλα καλά θα πάνε
θα αντέξω να σωθώ, να μεταμορφωθώ

συν ένα, πλην ένα, δυο.

Άλλη μια φορά, λύσε τα μαλλιά
πάρε φόρα, τώρα, πήγε μπλε η ωρα.


[ it's about time... let's swing and swing and swing... ]



Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

La Confesión


Κρύο. Κάνει κρύο απόψε. Κάνει κρύο απόψε κι ο αέρας τρυπάει το ιδρωμένο δέρμα. Είναι στιγμές που νομίζεις ότι έρχεται και ξαπλώνει ανάμεσα στους πόρους σου σαν γιατρικό δροσιάς και άλλες που χορεύει tango με την ησυχία σου. Ξέρεις καλά, για ποια ησυχία μιλάω. Για αυτήν που πότε την βαφτίζεις μοναξιά και πότε την χρήζεις σιωπή. Χορεύει, λοιπόν, απόψε χωρίς καμία μελωδική υπόκρουση αλλά με βήματα σταθερά και ερωτικά. Ερωτικά βήματα… σαν να περπατάς στα όρια ενός ρήγματος, το οποίο κοσμεί το πιο όμορφα ανθισμένο έδαφος του πλανήτη. Ένα ρήγμα, όπου από την μια μεριά ζει το “πάθος”, από την άλλη υπάρχει ο “φόβος”, και στο κέντρο κρύβεται το “λάθος”. Που πατάς τώρα; Τώρα που; Τώρα;

Σηκώνομαι από μία καρέκλα που τρίζει και στριφογυρίζει και ρίχνω μια γροθιά στον τοίχο. Κι άλλη μία. Όχι, δεν θα ρίξω και τρίτη. Δεν έχω τα κότσια προφανώς, να πληγώσω τα δάχτυλά μου με ένα τέτοιου είδους άγγιγμα, και να αφήσω μερικές σταγόνες από το αίμα μου στην κάθετη παλέτα που με κρατάει μακριά από το οξυγόνο. Μακριά από αυτό το νοθευμένο αέριο και από μια τζούρα αναπνοής που ίσως λίγο πριν να είχες βγάλει εσύ από τα σπλάχνα σου.

Μία λέξη έχει στρογγυλοκαθίσει στην παλάμη μου και χαϊδεύει την γραμμή της ζωής μου. Πότε με γαργαλάει και πότε με πονάει. Φοράει ένα χρωματιστό φόρεμα και μοιάζει στον ήλιο σαν χαμόγελο και στην νύχτα σαν μαγγανοπήγαδο. Ίσως και αντίστροφα. Ίσως και ανάστροφα. Στα γυμνά της πέλματα προσφέρει την γλώσσα του ο αιφνιδιασμός και στα κλειστά της χείλη προσφέρει το δέρμα του ο οργασμός. Την λένε “Ξαφνικά” και αν δεν της κάνω έρωτα δεν θα ησυχάσω.

Ζέστη. Κάνει ζέστη απόψε. Κάνει ζέστη απόψε κι ο αέρας ξεσπάει στο παγωμένο μου δέρμα. Είναι στιγμές που νομίζεις ότι έρχεται και σε αγκαλιάζει τρυφερά και άλλες που έρπεται σαν φυτό αναρριχώμενο και σφίγγει το στήθος σου για να τεστάρει τις αντοχές σου, τις ενοχές σου και την αλήθεια των επιθυμιών σου. Ξέρεις καλά, για ποια επιθυμία μιλάω. Για αυτήν που πότε την βαφτίζεις “θέλω” και πότε την χρήζεις “μπορώ”. Μπορώ; Δεν ξέρω. Θέλω; Ναι.

Κάθομαι σε μια καρέκλα που τρίζει και στριφογυρίζει και ρίχνω μια γροθιά στην οθόνη. Προτιμώ να χαϊδεύω την γραμμή της ζωής σου.


Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

Whispering...?


…σαν comédie, πόσες ζωές κρύβει η ζωή
και πόσα λόγια τρυφερά, δυο εφιάλτες στη γωνιά
…σαν comédie , απόψε στ' όνειρο η φυγή
άλλαξε χρώμα και η φωνή
και είπε «Γίνε ζωντανή»
σε μια βραδιά, σε μια βραδιά

…σαν comédie, φωτογραφία φυλακή
ποτάμια, θάλασσες και γη, ...εκδρομή
…σαν comédie , στους δρόμους έξω η γιορτή
κιθάρα, πιάνο, ακορντεόν
περί ανέμων και νερών
σε μια βραδιά, σε μια βραδιά

Τί γυρεύεις;
όταν κοιτάς αλλού, στην άκρη τ'ουρανού
άσε το βλέμμα να χαθεί
μια όμορφη στιγμή
Ακόμα τί δεν ξέρω;
δεν ξέρω αν όλα αυτά σου φαίνονται μικρά
φτιάξε από μόνη σου φτερά και πέτα μακριά

…σαν comédie, τοσο γλυκιά, τόσο πικρή
και το μελάνι μου εσύ
γίνε για λίγο αληθινή
σε μια βραδιά, σε μια βραδιά

Τί γυρεύεις;
όταν κοιτάς αλλού, στην άκρη τ'ουρανού
άσε το βλέμμα να χαθεί
μια όμορφη στιγμή
Ακόμα τί δεν ξέρω;
αν είμαι εδώ ή αν έχω φύγει από καιρό
κι αν είσαι κάπου εδώ κοντά ή μακριά...
...να 'σαι καλά.


Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

Τυπογραφικό λάθος

Ένα ξάφνιασμα είναι η ζωή, πότε για να σε κρατάει σε εγρήγορση και να βιώνεις το λαχάνιασμα του οργασμού της, και πότε για να σε παίρνει από το χέρι και να σε βγάζει βόλτα είτε μέχρι την άκρη του κόσμου είτε μέχρι την άκρη του δωματίου σου. Κι εκεί, σε όποια από τι δύο άκρες κι αν βρίσκεσαι, να σε νοιάζει μόνο τι χρώμα έχει ο ουρανός ή το ταβάνι. Έχει ταβάνι ο ουρανός; Κι εκεί, όσο γρήγοροι ή αργοί κι αν είναι οι παλμοί της ψυχής σου, να σε νοιάζει μόνο η στιγμή της ηδονής ή του κενού. Έχει κενό η ηδονή;

Ένα ξάφνιασμα είναι η μέρα, πότε γιατί ανατέλλει διαφορετικά κάθε πρωί και πότε γιατί εσύ την βλέπεις έτσι. Βγαίνεις έξω και αφιερώνεις τα βήματά σου σε πεζοδρόμια, παγοδρόμια, δρόμους, δάπεδα, σκάλες, νερά, σκουπίδια, κρυμμένες μικρές ζωές, παρκέ, μοκέτες, γήπεδα, άμμους. Σαν σηκώσεις μερικές μοίρες το βλέμμα τι βλέπεις; Με βλέπεις; Σε βλέπεις; Δεν χρειάζεσαι καθρέφτη. Μόνο μια στάση χρειάζεσαι ενός λεπτού, να ξεκουραστείς λίγο και να χαμογελάσεις στην πρώτη ρουφηξιά του νοθευμένου αέρα της πόλης που κάνει πάρτυ στα σπλάχνα σου. Κι ύστερα, έλα να σε κεράσω ζεστό κακάο με μπαχαρικά. Ξέρεις πότε. Ακριβώς ένα κλικ πριν την δύση, όπως είσαι.

Ένα ξάφνιασμα είναι η νύχτα με φεγγάρι ή χωρίς, με προβολείς που χτυπάνε στο άπειρο του ουρανού ή με μπλακάουτ, με φωνές από λούνα παρκ και με φιγούρες πίσω από τραβηγμένες κουρτίνες, με ανθρώπους που ξενυχτούν μαζί και με άλλους που αγρυπνούν μόνοι, με αίμα, με σπέρμα, με αλκοόλ ή χωρίς, με κοντομάνικα ή με παλτά, με πόδια ξυπόλυτα ή με μπότες, με βιτρίνες λαμπερές ή σπασμένες, με αμαρτίες κρυφές ή σε κοινή θέα, με απουσίες ή με παρουσίες, με σινεμά ή με τηλεόραση, με ακοή ή με όραση.

Ένα ξάφνιασμα είσαι εσύ ,που πότε βγαίνει από τις χαραμάδες του πατώματος σαν μυστικό αιθέριο έλαιο και λούζει τους αστραγάλους μου, τα γόνατά μου, τους καρπούς μου, τους αγκώνες μου, και πότε κυλάει σαν την τελευταία τυχερή ζαριά από τα δάχτυλά μου και πέφτει κάτω από το τραπέζι, στέκοντας στην όχθη του χαλιού για να μην ξέρω αν κερδίζω ή αν χάνω. Με ενός λεπτού κι ενός φιλιού ελευθερία μοιάζει το γέλιο που ηχεί από τα ηχεία του στήθους, της πλάτης, του αυχένα σου. Κι εγώ εκεί να πίνω τις καταλήξεις της αναπνοής σου, να τρέφομαι από τις φαντασίες σου και να απασφαλίζω σε μια ύφεση την σκανδάλη του μυαλού μου.

Ένα ξάφνιασμα το κορεσμένο διάλυμα της αγκαλιάς μέσα στην ανασφάλεια, που πότε μια προσευχή μπορεί να λύσει τα μάγια και πότε μια ευχή να παραλύσει τα χάδια. Κι εδώ, στέκομαι νομίζοντας πως σε χαζεύω σαν σύννεφο που αλλάζει μορφές και ρούχα ανάλογα ή αντιστρόφως ανάλογα με τον άνεμο. Δεν είσαι όμως εδώ. Ή μήπως είσαι;

Σε λίγο, σαν ξημερώνει, στείλε μου το αστρικό σου σώμα ακριβώς την στιγμή που η προτελευταία γουλιά από τον καφέ θα αλλάζει στιγμιαία χρώμα στην γλώσσα μου. Θέλω να δω πως ονειρεύεσαι, πως επιστρέφεις και πως στρέφεις το κεφάλι σου στο μαξιλάρι.

Μην με ξυπνήσεις.

Ξύπνησέ με, με ένα ξάφνιασμα χαδιού στο δέρμα, όπως ταράζει το βλέμμα ένα τυπογραφικό λάθος σε μια αυθόρμητη φράση κι ύστερα να το διορθώσεις προσπαθείς και να το πάρεις πίσω, όπως χορταίνει την σάρκα ένα τυπογραφικό πάθος σε μια αυθόρμητη πράξη κι ύστερα να το επαναλάβεις προσπαθείς και να το δώσεις πίσω.

Ξύπνησέ με κι ύστερα νανούρισέ με πάλι… με ένα λάθος τυπογραφικό, σαν όλα αυτά που έγραψα εδώ, με μια σταγόνα άνοιξης επάνω στο φρέσκο χιόνι, με ένα μεσημέρι στην καρδιά της νύχτας, με έναν ψίθυρο στο περίγραμμα ενός φιλιού.

Ξύπνησέ με κι ύστερα νανούρισέ με πάλι…

Πάλι;

Πάλι.