Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Είναι νωρίς

Είναι βράδυ.
Τρία παγάκια σε ένα χαμηλό ποτήρι κι ένα που ξέφυγε και θρυμματίστηκε στο πάτωμα είναι η ζωή όταν πρώτα την κοιτάζεις με πάθος στα μάτια κι ύστερα από φόβο την αφήνεις να λιώσει. Ρίχνεις και μερικά δάκρυα για νοθεία της στιγμής, μεταφέρεις λίγη θερμότητα από τα δάχτυλά σου πριν προλάβουν να παγώσουν και εκσφενδονίζεις το κατασκεύασμά σου προς το τζάμι του μπαλκονιού. Ποιο το αποτέλεσμα; Πολλά σπασμένα τζάμια που ίσως ματώσουν τα γυμνά σου πόδια, μερικά ανυπότακτα θρύψαλα επιμελώς κρυμμένα στα ανακατεμένα σεντόνια του διπλού σου κρεβατιού, λίγος πάγος να υγραίνει σιγά σιγά την άκρη του κομοδίνου, και μερικά δάκρυα που ξαναγυρίζουν επιθετικά ξανά πίσω στα μάτια σου. Τι πέτυχες λοιπόν;

Ήταν πρωί.
Δύο κορμιά ημίγυμνα ξαπλωμένα δίπλα δίπλα για πολλές ώρες. Όσες κι αν ήταν, όμως, μάλλον δεν ήταν αρκετές. Εκεί, κάτω από τα ασπρόμαυρα φύλλα των δέντρων με τα φώτα σβηστά, τις πόρτες σφραγισμένες. Εκεί, για λίγο, μακριά από όλα εκείνα που εγκλωβίζουν την αναπνοή και τα αγγίγματα. Με δάχτυλα μπλεγμένα, με υγρά χάδια. Μέχρι την στιγμή που κάποια δύσκολη λέξη λέγεται και τα φύλλα πέφτουν, οι πόρτες ανοίγουν, τα κορμιά χωρίζονται. Κι ύστερα; Κι ύστερα ούτε να μιλήσεις να μπορείς, ούτε βήμα. Το γλυκό φιλί κρύφτηκε στο ασανσέρ και κατέβηκε στο ισόγειο. Μην κλειδώσεις την πόρτα, ίσως και να γυρίσει.

Έρχεται άνοιξη.
Το κουδούνι χτυπάει, πάνω που είχες ετοιμαστεί να ξαπλώσεις να κοιμηθείς. Όχι ότι νύσταζες. Μια διέξοδος για να μην σκέφτεσαι. «Είμαι από κάτω. Να ανέβω;». Οι λέξεις ηχούν σαν ψέμα στα αυτιά σου και για μια στιγμή βουτάνε μέσα τους και χοροπηδούν επάνω στα τύμπανα. Παίζουν συγχρονισμένα έναν όμορφο ρυθμό και νομίζεις πως τις ακούς να τραγουδούν κιόλας. Τι τραγούδι είναι αυτό αλήθεια; Είναι βαλς σε κάποια άγνωστη γλώσσα. Ακούς τον ήχο του ασανσέρ και ξεκλειδώνεις με μια μικρή δειλία και μια μεγάλη λαχτάρα ταυτόχρονα. Εκείνη την τελευταία στιγμή πέφτει το βλέμμα σου στο ημερολόγιο. Σκέφτεσαι πως για ένα κλικ απέφυγες την πρωταπριλιά του νου σου. Την απέφυγες;

Ήταν χειμώνας.
Ένας μικρός σίφουνας σχηματίστηκε και μπήκε στο σαλόνι. Δεν ήταν ορμητικός. Στριφογύριζε απαλά σαν να χόρευε μεθυστικά μόνο για σένα, πρώτα με όμορφα αραδιασμένες λέξεις, κι ύστερα με φωνές, με νότες, με σκέψεις, με καλημέρες, με καληνύχτες, με βλέμματα, με τυχαία αγγίγματα, με αγκαλιές, με τρυφερά χάδια, με φιλιά, με ηδονές. Ένας μικρός σίφουνας που σου έδωσε το φιλί της ζωής και σε πήρε από το χέρι να σου δείξει πως μπορεί ένα χαμόγελο να μοιάζει με ηλιοβασίλεμα και με ανατολή ταυτόχρονα, πως μπορούν δέκα λεπτά να γίνουν βάλσαμο μετά από μια δύσκολη μέρα στην δουλειά και πως μπορεί ένα μικρό κομμάτι σοκολάτα να δίνει δύναμη και να σε γλυκαίνει κιόλας. Ένας μικρός σίφουνας που ενέπνευσε μελωδία στο μυαλό σου έπειτα από καιρό, που έβαλε τον πληθυντικό στις φράσεις σας, που σε κοίταξε όπως ποτέ ξανά δεν σε είχαν κοιτάξει, που άφησε το άρωμά του στους περιπάτους δίπλα στην θάλασσα, σε δυο μπάλες παγωτό, σε δύο νόστιμα τοστάκια, στην ξαφνική βροχή, στο στόμα σου, στα χέρια σου, στα σεντόνια σου. Αρωμάτισε την ζωή σου και χρωμάτισε την ψυχή σου με 24 κυρομπογιές που ακόμη δεν βγήκαν από το κουτί τους, με κουρτίνες που ακόμα δεν διαλέχτηκαν και δεν κρεμάστηκαν στους τοίχους σου, με το «έλα», με το «μαζί», με την εκδρομή που δεν πήγατε ακόμα. Ένας μικρός σίφουνας που σου είπε ότι σε μυρίζει πάνω του, που σε φίλησε στα μάτια. Απεγκλώβισε το κορμί σου και αιχμαλώτισε κρυφά την καρδιά σου, φύσηξε δυνατά και σε σήκωσε ψηλά και σε έριξε σε ήσυχα νερά για μακροβούτι… Κάθε φορά που βγαίνεις στην επιφάνεια, φωτίζει τον δρόμο σου για να μην χάνεσαι από εσένα, από παντού.

Είναι παραμύθι.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μικρή λέξη. Πέντε γράμματα όλα κι όλα την αποτελούσαν, την χτένιζαν, της μιλούσαν γλυκά, την νανούριζαν, της έπιαναν κουβέντα, την πήγαιναν βόλτες. Κάποιες φορές όμως την αιχμαλώτιζαν και δεν την άφηναν να περιπλανηθεί σε φράσεις ερωτικές, να κάνει κούνια με ερωτηματικά, να σκαρφαλώσει σε θαυμαστικά και να κλείσει το μάτι σε κάποιους τόνους ανυπότακτους. Της άρεσε να κοιτάζει τους τόνους. Της θύμιζαν άλμπατρος που πετούσαν πάνω από την αυλή της, κούρνιαζαν σε διπλανές στέγες κι ύστερα έφευγαν πάλι. Υπήρχαν φορές που δεν την πρόσεχε κανείς και τότε τους τραβούσε φωτογραφίες στα κρυφά… Είχε κι εκείνη έναν δικό της και μάλιστα πετούσε λιγάκι πιο ψηλά από τους περισσότερους.
(...)

Μια φορά κι έναν καιρό ήρθε ξαφνικά και άραξε στην αιώρα των βλεφάρων μου. Από τότε την χαζεύω όποτε μπορώ, την χαϊδεύω όποτε μπορώ και την σκέφτομαι όποτε θέλω. Αυτά τα λόγια είναι για εκείνη που υπερκαλύπτει τα κόμματα και τις τελείες και υψώνεται ή βυθίζεται πάνω και κάτω από τις γραμμές ανάλογα με τον τρόπο γραφής, ανάλογα με τον τρόπο ζωής. Είναι για εκείνη που στο φεγγάρι γίνεται μελωδία και στον ήλιο ζωγραφιά. Είναι για εκείνη που εύκολα ή δύσκολα, κατανοητά ή μη, καλά ή κακά, όμορφα ή άσχημα, με λάθη ή με πάθη, με γέλια ή με δάκρυα, με αποφάσεις ή με προφάσεις, με χρώμα ή χωρίς, με παρουσία ή με απουσία, κάνει την ζωή να μοιάζει στα μάτια μου με θάλασσα από καλοκαίρι σε χειμώνα.

Είναι πόνος.
Άγγιξέ με να τον διώξεις και να φύγει, να πιαστεί από ένα χρωματιστό μπαλόνι και να ταξιδέψει μακριά από εμένα κι από εσένα. Άγγιξέ με στους κύκλους του χορού. Άγγιξέ με.




Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

my love

[ photo : levant by eugenmales ]

Φωλιάζουν στο χθες, καλές και κακές
οι στιγμές που σε στιχάκια διαβάζω
και νοσταλγώ, κοιτάζομαι στον καιρό
τριανταένα χρόνια σε ένα λεπτό

ένα λεπτό χωρίς φωνή
και λόγια από μισάνοιχτα χείλη
μάλλον αρκεί στην κούφια ζωή
για να το νιώσει, είναι γεμάτη κι αυτή

ξυπνάνε στον ύπνο τους οι ψυχές
και βγαίνουν βόλτα για να δουν το σκοτάδι
είναι σαν χάδι που τις κρατάει ζωντανές
για να κρατάνε αγκαλιά τις ευχές

μια ευχή σαν βραδυνή προσευχή
θέλω κι απόψε να χαρίσω σε σένα
που είσαι αλλού, πουθενά και παντού
πίνοντας νέκταρ στα στενά του μυαλού

πόσο πολύ μ’ αρέσει να σε κοιτάζω
κι όσο σ’ αγγίζω κι άλλο τόσο που δεν σ’ αγγίζω
τόσο να σ’ αγαπώ
τον ήλιο να βλέπω όπου γυρίζει
να γυρνάω κι εγώ
με το φεγγάρι παλεύω, τον χειμώνα γυρεύω




"πιο εύκολο μου φαίνεται την θάλασσα να αδειάσω

να την πετάξω στην στεριά παρά να σε ξεχάσω"




Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Μ'ακούς;

άνοιξα ξανά τις κουρτίνες
μήπως και σε δω να περνάς ανάμεσά τους
ψυχή τε και σώματι

[ την φωτογραφία έφεραν τα νερά από το λιμανάκι ]

Απλώνω το χέρι μου μερικά εκατοστά μπροστά από τα μάτια μου και βυθίζομαι στην ψευδαίσθηση της αφής. Πόσο άρρωστο μπορεί να είναι αυτό; Πόσο υγιής μπορεί να είναι μια επιθυμία που σε κρατάει εγκλωβισμένο μπροστά σε μια φωτογραφία χωρίς καμμία μα καμμία διάθεση για απεγκλωβισμό; Μακάρι να ήξερα.

Εισπνέω τον καπνό από το δωμάτιο, στηρίζοντας το κεφάλι μου με το ένα μου χέρι, και ανακαλύπτω έκπληκτος την διάρκεια μιας μυρωδιάς κοιμισμένης στα δάχτυλά μου… μιας μυρωδιάς απαγορευμένης, ίσως, αιθέριας, από μια νύχτα δυο βήματα από την θάλασσα. Ψευδαίσθηση της όσφρησης;

Οδηγώ και τα τζάμια θολώνουν. Εκεί δεξιά νομίζω πως διακρίνω ένα αποτύπωμα να εμφανίζεται. Είχε κρυφτεί αλλά ήταν εκεί. Ή μήπως κάνω λάθος; Όσο κι αν κάτι κρυφτεί, όμως, όσο κι αν το κρύψεις επιμελώς, θα βρει έναν τρόπο αργά ή γρήγορα για να κάνει το βλέμμα να παγώσει, έπειτα να ζεσταθεί, ύστερα να παγώσει πάλι… Η ψευδαίσθηση της όρασης ήταν η συνοδηγός μου απόψε.

Ακουμπάω το κεφάλι μου στην κορυφή της καρέκλας και η στιγμή μου υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να κοιμηθώ. Όχι, απόψε. Απόψε πρέπει να προσέχω μήπως φανούν μερικοί ανυπότακτοι εφιάλτες από κάποιο στενό σοκάκι και σε τρομάξουν. Και τώρα; Μήπως έχω αποκοιμηθεί και δεν το κατάλαβα; Ανάμεσα στο ουρλιαχτό των αυτοκινήτων στην λεωφόρο, έρχεται ένα μονόγραμμα να κεντηθεί με χρωματιστή κλωστή επάνω στα τύμπανα των αυτιών μου. Όχι, δεν θα ανοίξω τα μάτια, δεν θα κοιμηθώ και δεν θα ξυπνήσω. Θα μείνω ως έχω. Σε μια σφιχτή αγκαλιά με την ψευδαίσθηση της ακοής.

Δίψασα. Ό,τι και να πιω όμως, είναι υποκατάστατο. Ας διψάω. Βρέχω με την γλώσσα τα χείλη μου και παραδίνομαι ηδονικά στην ψευδαίσθηση της γεύσης. Αφήνομαι σε σένα.

Υπάρχει και έκτη ψευδαίσθηση; Αν ναι, τότε αυτή την στιγμή κοιμάσαι στην αγκαλιά μου.

Αγγίζω με το ένα μου χέρι την μέση σου, με το άλλο πιάνω το χέρι σου που είναι ακουμπισμένο επάνω στο στήθος μου, ακούω την αναπνοή σου, μυρίζω τα μαλλιά σου και δίνω ένα απαλό φιλί στα μάτια σου. Ακουμπάς τα χείλη σου στον λαιμό μου και μένεις ακίνητη. Ας μείνω κι εγώ ακίνητος τώρα, μην σε ξυπνήσω. Σου ψιθυρίζω καληνύχτα, χαμογελάω δειλά και κλείνω τα μάτια μου. Αίσθηση της ευτυχίας; Μπορεί. Αλήθεια ή ψέμα; Ζωή.

« Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν, μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς »


Φοβάμαι.


Κυριακή.
Φοβάμαι, απόψε, πιο πολύ.



Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Φυλαχτό


για την νεράιδα, που φανερώθηκε στο άδειο καλντερίμι

Αφήνω μια γουλιά καφέ να κυλήσει στα αυλάκια της γλώσσας μου. Δεν είχα υπολογίσει την αντοχή της στην θερμότητα και κάπως έτσι έκαψα την άκρη της. Στην απότομη κίνηση να προφυλάξω την υπάρχουσα πολύτιμη γεύση ως αίσθηση και ως ανάμνηση, τράβηξα απότομα την κούπα από το στόμα μου, ενώ μία μεγάλη σταγόνα προσγειωνόταν απότομα ακριβώς πάνω σε μια μικρή πληγή που είχε γεννηθεί λόγω κρύου στην άκρη των χειλιών μου. Ένα δευτερόλεπτο πόνου, δύο χάδια ανακούφισης, και τρία φιλιά επούλωσης…


- Επουλώνονται οι πληγές;
- Μα φυσικά και επουλώνονται. Τι ερώτηση είναι αυτή;
- Κάποιες ναι. Όχι όλες, όμως.
- Αναφέρεσαι σε κάποια συγκεκριμένη;
- Στον χρόνο.
- Ο χρόνος δεν είναι πληγή. Είναι μονάχα ένα χαμόγελο που πότε σωπαίνει και πότε γίνεται γέλιο γοερό.
- Πίσω από το χαμόγελο, όμως, υπάρχουν σκέψεις που δεν παύουν ποτέ να το επηρεάζουν. Σκέψεις που μοιάζουν με τριαντάφυλλο. Ανθίζουν στο κατάλληλο βλέμμα και ματώνουν στο κατάλληλο άγγιγμα.
- Το αίμα είναι ζωή για κάποια όντα, μην το ξεχνάς.
- Δεν το ξεχνάω. Αυτό είναι το θέμα.
- Πες μου τι σκέφτεσαι αυτή την στιγμή;
- Τίποτα.
- Δεν γίνεται. Λες ψέματα.
- Το ξέρω.
- Λοιπόν;
- Φίλησέ με.

Πόσο ψεύτικη μπορεί να είναι μια ζωή; Πόσο ψεύτικη μέσα στις αλήθειες που περιστρέφονται γύρω από τον λαιμό της σαν ένα μενταγιόν, το οποίο θα ήθελε να είναι ερωτικό αλλά δεν τα κατάφερε. Όχι κάπου στην πορεία μα από την στιγμή που το κεχριμπαρένιο στολίδι πιάστηκε από κάποιο επιδέξιο χέρι για να τοποθετηθεί επάνω του. Πριν καν τοποθετηθεί. Από εκεί ξεκινάει το ψέμα. Μην με ρωτήσεις που τελειώνει ή αν τελειώνει εν τέλει. Άλλωστε, από που κι ως που θα έπρεπε να το γνωρίζω αυτό; Μόνο κάποιος τυχαίος εξωτερικός παρατηρητής, ανθρώπινος ή μη, ίσως να μπορούσε να βρει άκρη. Μια άκρη αμφιλεγόμενη, σαν την άκρη της κλωστής που δεν καταφέρνει να περάσει από την χαραμάδα της βελόνας. Δεν φταίει ούτε η κλωστή ούτε η βελόνα. Ο χρόνος φταίει που αν δεν έχει κριθεί ακόμα ακατάλληλος από τα απαίδευτα μάτια, θα κριθεί εντός ολίγου. Ο χρόνος φταίει που δεν επιτρέπει στο κέντημα να δημιουργηθεί και να πάψει να είναι φαντασία ή φαντασίωση στο μυαλό ενός ή δύο.

Σε αγγίζω. Θέλεις να σου πω γιατί;

Σε αγγίζω για να αισθανθώ το ηλεκτρικό ρεύμα να τινάζει τους εγκεφαλικούς μου νευρώνες. Σε αγγίζω γιατί κάθε φορά που το κάνω αισθάνομαι σαν να είναι η πρώτη φορά. Δεν υπερβάλλω και δεν το γράφω για να γεμίσω με λέξεις την παράγραφο αυτή. Σε αγγίζω γιατί κάθε φορά, για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, οι χτύποι της καρδιάς μου ξεστρατίζουν, χάνουν την περιοδικότητά τους, η αναπνοή μου διακόπτεται και επαναφέρεται όπως την στιγμή που ξεκολλάω από τον όποιον βυθό και βγαίνω στην επιφάνεια με το στόμα ορθάνοιχτο. Σε αγγίζω για το απαλό σου δέρμα, για τα παγωμένα και τα ζεστά σημεία του κορμιού σου, για τα μελωδικά σου δάχτυλα, για τα βλέφαρα που σαν ανοίγουν φανερώνουν αστέρια, πότε ανάμεσα στα σύννεφα και πότε καθρεφτισμένα στα νερά. Σε αγγίζω γιατί μου μοιάζει σωστό, γιατί μου μοιάζει οικείο. Σε αγγίζω για να επουλώσω τις πληγές σου κι ίσως τις δικές μου. Σε αγγίζω για να κλείσω το μάτι περιπαιχτικά στον χρόνο και στο ψέμα, για να μπορέσω να αναπνεύσω την μυρωδιά σου που εγκλωβίζεται στα δάχτυλά μου, για να βλέπω τα χείλη σου να ζητούν το φιλί, για να γίνεσαι η ηδονή η ίδια, για να πάψει να είναι το πάθος μου φαντασία ή φαντασίωση.

Σε αγγίζω για να σε βλέπω να με κοιτάς και να αισθάνομαι, ακόμη κι αν δεν ισχύει, μοναδικά σημαντικός εκείνη την στιγμή. Σε αγγίζω για να μπερδεύω την γραμμή της ζωής μου στα μαλλιά σου, για να ξεκουράζω και να ερεθίζω τα πόδια σου.

Σε αγγίζω γιατί σε θέλω.

Τι χωρίζει την ησυχία από την ανησυχία; Ένα “αν”. Ένα “αν” που σαν χρονομηχανή παίζει κρυφτό μαζί μας, κι εμείς αμέτοχοι μέτοχοι της ανεκτίμητης αξίας της, ρίχνουμε την αυτοπεποίθηση στα σκουπίδια, και πετάμε την ανασφάλεια στα κεραμμύδια, νομίζοντας πως ένα γλυκό παραμύθι θα κάνει τον ύπνο μας λιγάκι πιο ευχάριστο και το ξύπνημά μας πιο ανέμελο. Θέλω να είμαι εκεί την επόμενη φορά που θα ξυπνήσεις, κι ας μην μου ψιθυρίσεις καλημέρα, κι ας μην με αγγίξεις. Να είμαι εκεί, κρατώντας σαν πολύτιμο φυλαχτό το “αν” στα χέρια μου, να το διαχωρίσω και να το ξαναενώσω ανάποδα, να του δώσω ένα προσεχτικό φιλί, να στο φορέσω σαν αλυσίδα στο πόδι, κι εσύ να μου χαμογελάσεις.

Αφήνω άλλη μια γουλιά καφέ να κυλήσει στα αυλάκια της γλώσσας μου. Δεν υπάρχει ο ίδιος κίνδυνος πια. Έχει περάσει ώρα, άλλωστε, και η θερμοκρασία έχει πέσει αισθητά, μέσα και έξω. Απόψε δεν θα φορέσω την ζακέτα μου κι ας κρυώσω. Σιγά το κρύο, εδώ που τα λέμε. Τι να πουν δηλαδή οι Εσκιμώοι και οι πιγκουΐνοι τότε; …Μια φορά κι έναν καιρό, μάλιστα, άκουσα μια γλυκιά φωνή να τους μπερδεύει αυτούς τους δύο… και χαμογέλασα. Ξέρεις κάτι; Ίσως τελικά το μόνο που οφείλουμε να μάθουμε από αυτούς είναι το ποιος είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να πλησιάσουμε την ζεστασιά και την τρυφερότητα όταν όλα γύρω μοιάζουν παγωμένα…

Είναι νωρίς ακόμα. Ή μήπως είναι αργά; Μπα… ποτέ δεν είναι αργά. Έτσι δεν λένε, άλλωστε; Δεν έχω ιδέα.