Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Εδώ


…μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
και να το κρύψει σε ένα κουτί σοκολατάκια
κι ίσως διαρρεύσει σαν το βλέμμα των μωρών
πότε απ’το σώμα, πότε απ’ την σκέψη ως τα παγκάκια

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
κιτρινιασμένους τοίχους και λεκέδες στις κουρτίνες
κι από τα αστέρια που ανάβουν στις γιορτές
να μένουν μόνο οι ευχές χωρίς βιτρίνες

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
να με φιλήσει, να με πάρει από το χέρι
να στάξει χρώμα στων βημάτων μου το φιλμ
και να με διώξει, να με πάει, να με φέρει

…μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
να το στολίσει με κεράσια και νοθείες
κι ίσως εισπνεύσει το μινόρε της καρδιάς
για να εκπνεύσει παπαρούνες κι ευκαιρίες

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
υγρό μελάνι που αγκιστρώθηκε στο δέρμα
να σκαρφαλώσει στα ψηλότερα κλαδιά
να μου ζεσταίνει με χαμόγελο το βλέμμα

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
κι όλους τους κόκκους ζάχαρης απ’το τραπέζι
να τους μαζεύει μες στην χούφτα ηδονικά
στην γλώσσα ζάρια να τους ρίχνει και να παίζει

…μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
να ανατριχιάσει, να ανεβεί στο αεροπλάνο
και να κοιτάζει με δυο μάτια φωτεινά
αφρός της θάλασσας… τα σύννεφα από πάνω

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
με ένα αποτύπωμα γυμνό σε δυο σεντόνια
μια μυρωδιά στο στήθος και στις όχθες του αφαλού
γεύση δαχτύλων που γεννάει ηδονή για χρόνια

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
σε ένα ταξίδι σαν ένα δώρο γενεθλίων
και να σερβίρει δυο μπωλάκια παγωτό
μια στο μυαλό, μια στην καρδιά εκτός ορίων

…μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
να πάρει σάρκα και οστά η ελευθερία
κι απ’το παράθυρο να ρίξει τα μαλλιά
για να πιαστώ να πλησιάσω την ουσία

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
ηλεκτροφόρα σύρματα και εδάφη γερασμένα
να διώξει φόβους, ανασφάλειες και λάθη
να σπείρει έρωτες σε αγγίγματα δεμένα

μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
να βγει για βόλτα με ξυπόλητα τα πόδια
να περπατήσει, να πετάξει, να προσγειωθεί
σαν δαγκωνιά γλυκιά σε όλα τα εμπόδια

…μόνο να πάρει μακριά το παρελθόν
ένα αστεράκι λαμπερό να βγει σεργιάνι
και να φωτίσει κρυψώνες και καημούς
μεταμορφώνοντας σε θάλασσα ανοιχτή, ένα λιμάνι.



[ κοιτώντας εδώ, με την σκέψη μου σε σένα ]



Tο παρόν ποίημα δακτυλογραφήθηκε
ύστερα από ψιθυριστή υπαγόρευση της μούσας μου.
Θέλω
να το πάω βόλτα σπίτι του... χαρίζοντάς της το.


Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Άνοιξη

[ photo : La philosophie est by *BenoitPaille ]

Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Όλη νύχτα έβρεχε και οι σταγόνες άφηναν την φωνή τους επάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού. Είχε δει τα μαύρα σύννεφα να πλησιάζουν από νωρίς το απόγευμα κι έτσι σήκωσε την τέντα με τον γνωστό μακρόσυρτο θόρυβο - σήμα κατατεθέν της παρουσίας του στην γειτονιά. Ήταν μια καλή ευκαιρία να ποτιστούν τα λουλούδια, σκέφτηκε. Δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα και σε λίγο θα χαράξει. Μια με την βροχή, μια με την μουσική, μια με τις σκέψεις του, πέρασε η ώρα. Κάποια στιγμή άναψε και την τηλεόραση αλλά την έσβησε αμέσως. Ίσα που πρόλαβε να φωτίσει το δωμάτιο... κάτι σαν αστραπή. Έτσι θυμήθηκε όταν πήγαινε σχολείο και κάθε που άστραφτε, μετρούσε τα δευτερόλεπτα μέχρι το μπουμπουνητό, τα πολλαπλασσίαζε με έναν αριθμό που τώρα πια δεν θυμόταν κι έβρισκε, χαμογελώντας, την απόσταση του κεραυνού από το σπίτι του. Θριαμβευτικά μετέδιδε το νέο σε όποιον είχε την... τιμή να βρίσκεται δίπλα του. Μια νοσταλγία με το βλέμμα κολλημένο στον απέναντι τοίχο, εκεί που το φωτιστικό δαπέδου σχημάτιζε σχέδια με σκιές στον τοίχο, κι ένα μικρό χαμόγελο ανάμεσα στα αξύριστα γένια του. "Μου αρέσεις πιο πολύ έτσι αξύριστος", του είχε πει εκείνη.

Εκείνη. Όταν είδε για πρώτη φορά τα μάτια της, τους χώριζε ένα παρμπρίζ αυτοκινήτου. Ήταν μία από τις ζεστές ημέρες του χειμώνα. Άνοιξε την πόρτα, βγήκε και με μία χειραψία του συστήθηκε. Εκείνος έβγαλε από την τσέπη του μια σοκολάτα και της την χάρισε. Του χαμογέλασε. Δεν χρειαζόταν να δει τίποτα άλλο. Το πρόσωπό της είχε κάτι από εξοχή την άνοιξη. Ολόκληρη του θύμιζε την άνοιξη... και μια φορά της το είπε. "Μου αρέσει αυτό σαν ιδέα ", του απάντησε. Το πρώτο φιλί, της το έδωσε στο χέρι. Μια νύχτα, στο ίδιο μέρος, του διηγήθηκε το παραμύθι της ζωής της, την πήρε στην αγκαλιά του κι έμειναν εκεί καθισμένοι σε ένα παγκάκι, με τα μάτια κλειστά και τον άνεμο να χορεύει με τα φύλλα των δέντρων. Εϊχε περάσει ώρα πολλή και τότε εκείνος άνοιξε τα μάτια του. Η νύχτα έμοιαζε με μέρα. Μια λευκή συννεφιά από το πουθενά είχε καλύψει τον ουρανό. Της το ψιθύρισε. Ανασηκώθηκαν με τα σώματά τους σε όρθια στάση, της φόρεσε το καπέλο του και την φωτογράφησε με το μυαλό και την καρδιά του. Ύστερα, άρχισε να βρέχει και να φυσάει παγωμένα. "Κρυώνω", του είπε. Σηκώθηκαν κι έτρεξαν κάτω από την βροχή μέχρι τα αυτοκίνητά τους. Με τον καιρό άνοιξε την ψυχή του και την άφησε να ζωγραφίσει βουνά και ήλιους μέσα της. Εκείνη του μιλούσε, τον φιλούσε, τον άγγιζε, τον κοιτούσε, του χαμογελούσε, τον αγκάλιαζε... κι εκείνος την ερωτευόταν. "Σε έχω τραβήξει δύο φωτογραφίες, χωρίς να το ξέρεις", του είπε μια νύχτα.

Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Έκανε ψύχρα. Ο Απρίλης είχε στρογγυλοκαθίσει στο ημερολόγιο. Τα μεσημέρια με κοντομάνικο, τις νύχτες με μπουφανάκι. Είχε γύρει το κεφάλι του στο μαξιλάρι αφήνοντας να τον νανουρίσουν όμορφες είκονες σε ένα περίεργο κοκτέιλ επιθυμιών, αναμνήσεων και παρόντος. Μάλλον αποκοιμήθηκε για μερικά λεπτά και ξύπνησε την στιγμή που κάποιο θορυβώδες μηχανάκι διέσχιζε την ησυχία. Ήταν ακριβώς την στιγμή που ένιωσε σαν να πέφτει μές στον ύπνο του. Κοίταξε το ρολόι. Δεν είχε περάσει ώρα από την τελευταία φορά που έκανε το ίδιο. Γύρισε το κεφάλι του δεξιά και νόμισε για μια στιγμή πως είδε την φιγούρα εκείνης δίπλα του κι ύστερα στην αγκαλιά του, όπως εκείνο το πρωινό που ήρθε και κοιμήθηκε για πρώτη φορά στα χέρια του. Δεν θα άλλαζε με τίποτα εκείνη την στιγμή και θα έδινε τα πάντα για να την ξαναζήσει. Σηκώθηκε από το κρεββάτι. Φόρεσε τα ακουστικά του και βγήκε στο μπαλκόνι. Εϊχε ξαστεριά. Δυο περιστέρια κοιμόντουσαν σε ένα από τα σίδερα που στήριζαν παλιότερα κάποιο κλιματιστικό."Λες να είναι ταχυδρομικά;", σκέφτηκε. Πάτησε το play και άφησε την φωνή εκείνης να τον συντροφεύσει μέχρι να φανούν οι πρώτες αχτίδες. Την άκουγε να του τραγουδάει, να του μιλάει, να του χαϊδεύει τα αυτιά με νότες, και να του διαβάζει την ιστορία του Σιρανό και της Ρωξάνης. Το χαμόγελό του έγινε δάκρυ κι ύστερα πάλι χαμόγελο κι ύστερα πάλι δάκρυ. Λάτρευε να την ακούει.

Θυμήθηκε, τότε παλιά που ένιωθε έναν περίεργο πανικό αν είχε τύχει να μείνει ξύπνιος μέχρι το ξημέρωμα. Τώρα πια, το είχε ξεπεράσει αυτό. Με τα ακουστικά του στα αυτιά, φόρεσε το πρώτο παντελόνι που βρήκε μπροστά του, έβαλε το κοτλέ του μπουφάν, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου κι έφυγε από το σπίτι. Στην είσοδο της πολυκατοικίας, ένας σκύλος στεκόταν έξω από την πόρτα και τον κοιτούσε με βλέμμα μελαγχολικό. Βγήκε στον δρόμο και ο σκύλος τον ακολούθησε. Όταν έφτασε στην είσοδο του πάρκινγκ γύρισε και κοίταξε το μελαγχολικό βλέμμα δίπλα του, κοντοστάθηκε και του είπε "Έλα, πάμε βόλτα.". Έβαλε ξανά τα κλειδιά στην τσέπη του και άρχισαν να περπατούν μαζί με κατεύθυνση προς την θάλασσα. Ανέβηκαν σε πεζοδρόμια, στάθηκαν σε φανάρια, πάτησαν λάσπες, τυφλώθηκαν από προβολείς αυτοκινήτων, συνάντησαν βλέμματα ύποπτων και ανύποπτων περαστικών... Του μίλησε για εκείνην και του διηγήθηκε πως η άνοιξη μπήκε γι αυτόν από τον Δεκέμβρη. Μίλησε για τα μαλλιά της, για τα χείλη της, για τα πόδια της, για τα ρούχα της, για τις ελιές της, για τους φόβους της, για το πάθος της, για τον ερωτισμό της, για τo χιούμορ της, για την δημιουργικότητά της, για την φωνή της, για την καρδιά της, για τον αφαλό της, για την σιωπή της... Περπατούσε ώρα και ο σκύλος τον ακολουθούσε. Τον βάφτισε, του έδωσε και όνομα... Σιρανό, τον είπε. Όχι ότι είχε μεγάλη μουσούδα, αλλά έτσι απλά... Μόλις φάνηκε το πρώτο αχνό φως στον ουρανό, ήταν κάτω από το σπίτι της. Ο Σιρανό άρχισε να γαυγίζει δυνατά, πολύ δυνατά, σαν να ήξερε, σαν να ήθελε να βοηθήσει εκείνον να την ξυπνήσει. Εκείνος, του έκανε νεύμα να κάνει ησυχία. "Σσστ... μην την ξυπνήσεις. Ίσως να έχουμε πάει μαζί εκδρομή εκεί στο ονειρό της. Άφησέ την να κοιμηθεί και να με ταξιδέψει μαζί της.", είπε στον Σιρανό. Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο του και πάνω στην εκπνοή με κρυμμένα τα χείλη στον καπνό ψιθύρισε δειλά "Σ'αγαπώ", και πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Ο ψίθυρός του ξάπλωσε πάνω σε ένα φύλλο περιπλανώμενο, το οποίο σήκωσε ο αέρας ψηλά, πολύ ψηλά, κι ύστερα το άφησε απαλά στο μπαλκόνι της, να το δει μόλις τραβήξει τις κουρτίνες, το πρωί που θα ξυπνήσει.