Η πόρτα της εισόδου ήταν ανοιχτή. Δεν αναγκάστηκε, λοιπόν, αυτή την φορά, να ψάξει ανάμεσα σε όλα τα απαραίτητα ή μη απαραίτητα αντικείμενα που κρατάει καλά φυλαγμένα στην τσάντα της, για να εντοπίσει τα κλειδιά της. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια με τον αφοπλιστικό της αέρα, κάλεσε το ασανσέρ και στάθηκε να περιμένει. Δεν ανταποκρίθηκε, όμως, στο κάλεσμά της και αυτό αρχικά την παραξένεψε κι εν συνεχεία της χάλασε την διάθεση. Τα τακούνια είχαν κουράσει τα πόδια της και το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε εκείνη την στιγμή ήταν να ανεβεί τέσσερις ορόφους από τις σκάλες. Έριξε μια κλεφτή ματιά στον καθρέφτη για να επιβεβαιώσει τον άσχημο μορφασμό της και το πήρε απόφαση. Άλλωστε δεν είχε κι άλλη επιλογή. Εδώ, οι άνθρωποι δεν ανταποκρίνονται πάντα στο κάλεσμά σου και δεν αναλαμβάνεις πρωτοβουλία να κάνεις κάτι, αν αξίζει τον κόπο, με τις μηχανές πώς να τα βγάλεις πέρα; Ο πρώτος όροφος φανερώθηκε στο βλέμμα της γρήγορα. Ο δεύτερος μούδιασε ελαφρά τους μηρούς της. Στον τρίτο, στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα, επέτρεψε σε μερικές τζούρες αέρα να ξεκουράσουν τα πνευμόνια της και συνέχισε για την κατάκτηση της κορυφής. Ήταν πια έξω από το διαμέρισμά γεμάτη με ένα κοκτέιλ νίκης και λαχανιάσματος που είχε κάνει το στήθος της να πάλλεται σαν παλέτα στα χέρια ενός εκστασιασμένου ζωγράφου. Ίσιωσε την φούστα της, φρόντισε την συμμετρική εμφάνιση του γιακά του πουκαμίσου της και χτύπησε το κουδούνι, ελπίζοντας πως εκείνος δεν θα κοιμάται με τις ωτοασπίδες στα αυτιά. Τι περίεργο στ’ αλήθεια; Είχε το κλειδί της εισόδου μα όχι του διαμερίσματός. Ένιωθε σαν να της επέτρεπε να φτάσει στην πηγή, μα το νερό θα έρεε για να εισχωρήσει στην σάρκα της μόνο μετά την άδειά του. Αυτό την θύμωνε από την μία, μα της έδινε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Τουλάχιστον, έτσι νόμιζε ή έτσι ήθελε να νομίζει. Τι παιχνίδι κι αυτό!
- Πώς σε λένε σήμερα;
- Άνοιξέ μου και θα το συζητήσουμε μέσα.
- Δεν μπορώ να σου ανοίξω αν δεν ξέρω πως σε λένε σήμερα.
- Μωρό μου, με λένε όπως και χθες. Είμαι πολύ κουρασμένη, σε παρακαλώ.
Άνοιξε την πόρτα. Του άρεσε να δυσκολεύει λίγο την κατάσταση αλλά δεν ξεπερνούσε τα όρια. Γνώριζε τόσο καλά τον τόνο της φωνής της. Ήξερε πότε η χαρά γαργαλούσε τις φωνητικές της χορδές, πότε η λύπη κρυβόταν πίσω από το κούμπωμα της αλυσίδας στο πόδι της και πότε ο θυμός ζωγράφιζε τα νύχια της. Την ήξερε καλά. Τουλάχιστον, έτσι νόμιζε ή έτσι ήθελε να νομίζει. Την κοίταξε στα μάτια κι έλαμψε το πρόσωπο του. Ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που μπορούσαν να τον αρπάξουν από τον πάτο του μαγγανοπήγαδου και να τον τραβήξουν και πάλι στην επιφάνεια. Δεν της το είχε πει. Απέφευγε να της πει πως αισθάνεται, απέφευγε να τις ανοίξει διάπλατα τις «πόρτες» του, γιατί φοβόταν μήπως και την χάσει. Δεν της έλεγε ψέματα. Δεν της έλεγε όμως και όλη την αλήθεια. Για κάποιους αυτό θα ήταν πισινή, για άλλους τακτική, για κάποιους φόβος και για άλλους λάθος. Τι παιχνίδι κι αυτό!
Της έδωσε ένα φιλί κι ύστερα με μια γρήγορη κίνηση την σήκωσε στα χέρια του αιφνιδιάζοντάς την.
- Μα καλά τι κάνεις; Είσαι τρελός;
- Εσύ δεν είπες ότι είσαι κουρασμένη;
- Ε ναι… αλλά…
- Αν δεν σου αρέσει σε αφήνω τώρα.
- Καλά ντε! Μια κουβέντα είπα!
Της άρεσε, αλλά δεν το ξεστόμισε γιατί δεν ήταν σίγουρη πως προτιμούσε την συμπεριφορά του. Δεν ήξερε αν αυτό που την εξίταρε ήταν η ασφάλεια που ένιωθε μαζί του ή η ανασφάλεια που έκρυβε πίσω από την σιγουριά του. Δεν ήξερε αν το μυστήριο ήταν το μεγάλο του χαρτί ή η τρυφερότητα. Δεν ήξερε αν την έλκυε η ψυχή του ή το κορμί του. Του χαμογέλασε όμως κι έκλεισε τα μάτια της μέχρι που την άφησε επάνω στον καναπέ. Εκείνη πήγε κάτι να προφέρει μα με το χαρακτηριστικό νεύμα της σιωπής, της την επέβαλλε. Της έβγαλε τα ρούχα τελετουργικά, σιγά σιγά, μέχρι που έμεινε ολόγυμνη μπροστά του. Στάθηκε να την κοιτάζει για μερικά λεπτά χαϊδεύοντας πότε με την εξωτερική και πότε με την εσωτερική πλευρά του χεριού του το σώμα της, το πρόσωπό της, τα μαλλιά της.
- Μου λείπεις
- Εδώ είμαι, αφημένη στα χέρια σου. Γιατί το λες αυτό;
- Μου λείπεις, μέσα μου.
- Δεν σε καταλαβαίνω.
- Ούτε κι εγώ, όσο κι αν έχω προσπαθήσει, εκεί που έχει ζέστη ξαφνικά πιάνει ψύχρα.
- Σου αρέσει να βασανίζεσαι ε;
- Μου αρέσει να μοιράζομαι την ζωή μου μαζί σου.
- Και τότε γιατί δεν μου δίνεις το κλειδί του σπιτιού;
- Γιατί σε θέλω.
- Μήπως φοράς ακόμα τις ωτοασπίδες; Άλλο σε ρώτησα.
Η απάντησή του ήταν ένα άγγιγμα των δαχτύλων του στα χείλη της. Έβγαλε τα ρούχα του. Η σιωπή επέστρεψε. Όσο κι αν τα δόντια τους έκλειναν αεροστεγώς την έξοδο λέξεων που θα μπορούσαν να τους βγάλουν από τις αμφιβολίες και να επιτρέψουν στην αυτοπεποίθησή τους να αναλάβει τα ηνία της κοινής τους ζωής, δεν το έκαναν. Δεν τους τρόμαζε η σιωπή, άλλωστε. Σε αυτό είχαν συμφωνήσει. Πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα αν ήταν ξεκάθαρα! Τι παιχνίδι κι αυτό!
Φίλησε τα τρία αγαπημένα σημεία πάνω της, το πάνω μέρος του ποδιού της, την κοιλιά της και τον λαιμό της. Άφησε έτσι την γλώσσα του να δραπετεύσει ταξιδεύοντας στο υγρό της κορμί, που δευτερόλεπτο με το δευτερόλεπτο ξαναγεννούσε το λαχάνιασμα που είχε νωρίτερα. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον χωρίς να πουν λέξη. Εκείνος γεύτηκε τον πρώτο της οργασμό σαν δυνατό αλκοολούχο κέρασμα κι ύστερα ταξίδεψε μέσα της πότε με δύναμη και πότε με αδυναμία για να συντονίσει το δικό του πλέον λαχάνιασμα με το δικό της.
- Θέλω, όποιος είναι μαζί μου, να θέλει τόσο το μυαλό μου όσο και το κορμί μου.
- Κι εγώ το ίδιο θέλω.
Την σήκωσε στα χέρια του και την πήγε στο κρεββάτι. Οι σκέψεις τον πονούσαν αλλά ήθελε αντί για λέξεις, πλέον να αφιερωθεί στις πράξεις. Της ζήτησε να κοιτάξει κάτω από το μαξιλάρι της. Υπήρχε ένας φάκελος. Τον έσκισε γρήγορα, μην μπορώντας να φανταστεί τι ήταν κρυμμένο εκεί μέσα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να τρομάξει. Μέσα σε ένα κόκκινο βελούδινο πανί ήταν τυλιγμένο ένα κλειδί. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να τρομάξει. Τον κοίταξε στα μάτια κι ένα δάκρυ φάνηκε εκεί σαν σταλακτίτης να μεγαλώνει. Άγγιξε το βελούδο στο πρόσωπό του, το σκούπισε και τον φίλησε. Εκείνος έκανε το ίδιο. Το αχνό φως του δρόμου φώτιζε το ταβάνι, και τα τζάμια ήταν θολά από τις εκπνοές, κρατώντας την «αδιακρισία», την «απουσία» και την «συνήθεια» απ’ έξω. Του είπε καληνύχτα… κι εκείνος της διάβασε το αγαπημένο του παιδικό νανούρισμα…
"A man of words and not of deeds
Is like a garden full of weeds,
And when the weeds begin to grow,
It’s like a garden full of snow.
And when the snow begins to fall,
It’s like a bird upon the wall,
And when the bird away does fly,
It’s like an eagle in the sky.
And when the sky begins to roar,
It’s like a lion at the door.
And when the door begins to crack,
It’s like a stick across your back,
And when your back begins to smart,
It’s like a penknife in your heart,
And when your heart begins to bleed,
You’re dead, you’re dead, you’re dead indeed."
"Sur le fil"
- Πώς σε λένε σήμερα;
- Άνοιξέ μου και θα το συζητήσουμε μέσα.
- Δεν μπορώ να σου ανοίξω αν δεν ξέρω πως σε λένε σήμερα.
- Μωρό μου, με λένε όπως και χθες. Είμαι πολύ κουρασμένη, σε παρακαλώ.
Άνοιξε την πόρτα. Του άρεσε να δυσκολεύει λίγο την κατάσταση αλλά δεν ξεπερνούσε τα όρια. Γνώριζε τόσο καλά τον τόνο της φωνής της. Ήξερε πότε η χαρά γαργαλούσε τις φωνητικές της χορδές, πότε η λύπη κρυβόταν πίσω από το κούμπωμα της αλυσίδας στο πόδι της και πότε ο θυμός ζωγράφιζε τα νύχια της. Την ήξερε καλά. Τουλάχιστον, έτσι νόμιζε ή έτσι ήθελε να νομίζει. Την κοίταξε στα μάτια κι έλαμψε το πρόσωπο του. Ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που μπορούσαν να τον αρπάξουν από τον πάτο του μαγγανοπήγαδου και να τον τραβήξουν και πάλι στην επιφάνεια. Δεν της το είχε πει. Απέφευγε να της πει πως αισθάνεται, απέφευγε να τις ανοίξει διάπλατα τις «πόρτες» του, γιατί φοβόταν μήπως και την χάσει. Δεν της έλεγε ψέματα. Δεν της έλεγε όμως και όλη την αλήθεια. Για κάποιους αυτό θα ήταν πισινή, για άλλους τακτική, για κάποιους φόβος και για άλλους λάθος. Τι παιχνίδι κι αυτό!
Της έδωσε ένα φιλί κι ύστερα με μια γρήγορη κίνηση την σήκωσε στα χέρια του αιφνιδιάζοντάς την.
- Μα καλά τι κάνεις; Είσαι τρελός;
- Εσύ δεν είπες ότι είσαι κουρασμένη;
- Ε ναι… αλλά…
- Αν δεν σου αρέσει σε αφήνω τώρα.
- Καλά ντε! Μια κουβέντα είπα!
Της άρεσε, αλλά δεν το ξεστόμισε γιατί δεν ήταν σίγουρη πως προτιμούσε την συμπεριφορά του. Δεν ήξερε αν αυτό που την εξίταρε ήταν η ασφάλεια που ένιωθε μαζί του ή η ανασφάλεια που έκρυβε πίσω από την σιγουριά του. Δεν ήξερε αν το μυστήριο ήταν το μεγάλο του χαρτί ή η τρυφερότητα. Δεν ήξερε αν την έλκυε η ψυχή του ή το κορμί του. Του χαμογέλασε όμως κι έκλεισε τα μάτια της μέχρι που την άφησε επάνω στον καναπέ. Εκείνη πήγε κάτι να προφέρει μα με το χαρακτηριστικό νεύμα της σιωπής, της την επέβαλλε. Της έβγαλε τα ρούχα τελετουργικά, σιγά σιγά, μέχρι που έμεινε ολόγυμνη μπροστά του. Στάθηκε να την κοιτάζει για μερικά λεπτά χαϊδεύοντας πότε με την εξωτερική και πότε με την εσωτερική πλευρά του χεριού του το σώμα της, το πρόσωπό της, τα μαλλιά της.
- Μου λείπεις
- Εδώ είμαι, αφημένη στα χέρια σου. Γιατί το λες αυτό;
- Μου λείπεις, μέσα μου.
- Δεν σε καταλαβαίνω.
- Ούτε κι εγώ, όσο κι αν έχω προσπαθήσει, εκεί που έχει ζέστη ξαφνικά πιάνει ψύχρα.
- Σου αρέσει να βασανίζεσαι ε;
- Μου αρέσει να μοιράζομαι την ζωή μου μαζί σου.
- Και τότε γιατί δεν μου δίνεις το κλειδί του σπιτιού;
- Γιατί σε θέλω.
- Μήπως φοράς ακόμα τις ωτοασπίδες; Άλλο σε ρώτησα.
Η απάντησή του ήταν ένα άγγιγμα των δαχτύλων του στα χείλη της. Έβγαλε τα ρούχα του. Η σιωπή επέστρεψε. Όσο κι αν τα δόντια τους έκλειναν αεροστεγώς την έξοδο λέξεων που θα μπορούσαν να τους βγάλουν από τις αμφιβολίες και να επιτρέψουν στην αυτοπεποίθησή τους να αναλάβει τα ηνία της κοινής τους ζωής, δεν το έκαναν. Δεν τους τρόμαζε η σιωπή, άλλωστε. Σε αυτό είχαν συμφωνήσει. Πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα αν ήταν ξεκάθαρα! Τι παιχνίδι κι αυτό!
Φίλησε τα τρία αγαπημένα σημεία πάνω της, το πάνω μέρος του ποδιού της, την κοιλιά της και τον λαιμό της. Άφησε έτσι την γλώσσα του να δραπετεύσει ταξιδεύοντας στο υγρό της κορμί, που δευτερόλεπτο με το δευτερόλεπτο ξαναγεννούσε το λαχάνιασμα που είχε νωρίτερα. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον χωρίς να πουν λέξη. Εκείνος γεύτηκε τον πρώτο της οργασμό σαν δυνατό αλκοολούχο κέρασμα κι ύστερα ταξίδεψε μέσα της πότε με δύναμη και πότε με αδυναμία για να συντονίσει το δικό του πλέον λαχάνιασμα με το δικό της.
- Θέλω, όποιος είναι μαζί μου, να θέλει τόσο το μυαλό μου όσο και το κορμί μου.
- Κι εγώ το ίδιο θέλω.
Την σήκωσε στα χέρια του και την πήγε στο κρεββάτι. Οι σκέψεις τον πονούσαν αλλά ήθελε αντί για λέξεις, πλέον να αφιερωθεί στις πράξεις. Της ζήτησε να κοιτάξει κάτω από το μαξιλάρι της. Υπήρχε ένας φάκελος. Τον έσκισε γρήγορα, μην μπορώντας να φανταστεί τι ήταν κρυμμένο εκεί μέσα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να τρομάξει. Μέσα σε ένα κόκκινο βελούδινο πανί ήταν τυλιγμένο ένα κλειδί. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να τρομάξει. Τον κοίταξε στα μάτια κι ένα δάκρυ φάνηκε εκεί σαν σταλακτίτης να μεγαλώνει. Άγγιξε το βελούδο στο πρόσωπό του, το σκούπισε και τον φίλησε. Εκείνος έκανε το ίδιο. Το αχνό φως του δρόμου φώτιζε το ταβάνι, και τα τζάμια ήταν θολά από τις εκπνοές, κρατώντας την «αδιακρισία», την «απουσία» και την «συνήθεια» απ’ έξω. Του είπε καληνύχτα… κι εκείνος της διάβασε το αγαπημένο του παιδικό νανούρισμα…
"A man of words and not of deeds
Is like a garden full of weeds,
And when the weeds begin to grow,
It’s like a garden full of snow.
And when the snow begins to fall,
It’s like a bird upon the wall,
And when the bird away does fly,
It’s like an eagle in the sky.
And when the sky begins to roar,
It’s like a lion at the door.
And when the door begins to crack,
It’s like a stick across your back,
And when your back begins to smart,
It’s like a penknife in your heart,
And when your heart begins to bleed,
You’re dead, you’re dead, you’re dead indeed."
"Sur le fil"