[ photο: toujours by *iNeedChemicalX ]
Μιλώ με εσένα που κάθεσαι στο πλάι μου. Εσένα που έκανες το δάκρυ χαμόγελο, έστω για μια στιγμή. Το δικό σου και το δικό μου. Μιλώ με εσένα που με διαβάζεις τώρα και κάνεις τσουλήθρα στο «ύψιλον» και παίζεις κρυφτό στο «ωμέγα». Εσένα που αποκοιμήθηκες θεραπευόμενη και ξύπνησες θεραπευμένη. Ή μήπως ήταν αντίστροφα; Μιλώ με εσένα που έφερες χρώματα μαζί σου από τις διακοπές και χώματα από τις ενοχές. Εσένα που άκουσες λέξεις σκληρές, που είπες λόγια γλυκά. Ή μήπως ήταν αντίστροφα; Γύρισες με χάδια και ξεφλουδίσματα, ταχυπαλμίες, μελαγχολίες, νοσταλγίες. Γύρισες με ζάλη αλκοολούχα και περπάτημα, με άμμο κι επιθυμία. Μιλώ με εσένα που ήπιες από το «νερό της ζωής» και είπες ότι θα το φέρω μαζί μου εδώ και θα το κάνω λέξεις. Εσένα που έγινες σκιά σε μια φωτογραφία, φωτιά σε μια βιογραφία. Μιλώ με εσένα που βυθίστηκες στο άγνωστο και το γνώριμο, στο ώριμο και το ανώριμο. Εσένα.
Θυμάσαι εκείνη την νύχτα που αφόπλισες την υψηλή υγρασία με ένα πεφταστέρι; Όπλισες τα χέρια σου, αρμάτωσες την φιγούρα σου και με μια ισχυρή εκπνοή έστειλες τη μυρωδιά από το φρέσκο θυμάρι στους δρόμους της μακρινής πόλης. Σαν τον ξενομπάτη, που απλώνει τα βήματά του σε αφρούς και σε ασφάλτους, σε βυθούς και σε πατώματα. Κάπως έτσι είναι οι σιωπές. Πλεγμένες σαν αυτοσχέδιο φυλαχτό στο πάθος τους. Κάπως έτσι είναι οι κραυγές. Γαντζωμένες στην άκρη ενός μολυβιού που υπογραμμίζει φράσεις που φαντάζουν ενδιαφέρουσες σε ένα βιβλίο.
Μοιράζεσαι, δίνεσαι, απομακρύνεσαι, κρύβεσαι, γελάς, φωνάζεις, κλαις, σωπαίνεις, δίνεις, παίρνεις, φωλιάζεις, αγκαλιάζεσαι, στενάζεις, αγχώνεσαι, αδειάζεις, παγώνεις, χορεύεις, βουλιάζεις, ζεις, ονειρεύεσαι, εύχεσαι, ερεθίζεσαι, εμπιστεύεσαι, φοβάσαι, ρισκάρεις, επιτίθεσαι, λανθάνεις, πονάς, ερωτεύεσαι. Μιλώ με εσένα που κλείνεις τα μάτια όταν τραγουδάς. Εσένα που όταν φιλάς η ανάσα σου κόβεται και γίνεται φιάλη του οξυγόνου σου η λαχτάρα. Μιλώ με εσένα που προσφέρεις το γυμνό σου κορμί σε βλέμματα. Εσένα που ρίχνεις τον γυμνό σου εαυτό σε πηγάδια. Ένα άγγιγμα που δεν μένει μόνο στο δέρμα, μονάχα τότε μετουσιώνεται σε χάδι.
Κάπως έτσι μια δροσερή γουλιά διώχνει την αφυδάτωση, μια επανάσταση έχει πάντοτε αιτία, ένα μελωδικό πρωινό ξύπνημα μένει αξέχαστο, ένα μακροβούτι σε ζεστά πράσινα νερά διώχνει “τέρατα”. Κάπως έτσι μια νέα γεύση χαρίζει χρόνο ζωής και αποστειρώνει ανασφάλειες, μια νύχτα σε έναν ολοσκότεινο τόπο μοιάζει ολόφωτη, ένας χορός μοιάζει με έρωτα, ένας φάρος με πλοίο. Κάπως έτσι σηκώνονται γροθιές στο αέρα, υψώνονται εφευρέσεις στα σύννεφα, ανακαλύπτονται θαύματα και χαμόγελα πίσω από τις μεσοτοιχίες, κρυμμένα μυστικά κουτιά πίσω από ένα σπασμένο πλακάκι στο μπάνιο. Κάπως έτσι γέννιουνται οι οργασμοί, πληθαίνουν οι προορισμοί, αίρονται οι φραγμοί.
Μιλώ με εσένα που με κοιτάζεις, που με ακούς. Εσένα που με ρώτησες αν βρήκα ίσως αυτό που έψαχνα. Βρήκα πράγματα που δεν είχα.
Μιλώ με εσένα. Μιλώ με εμένα.