[ photo : contacted by RamonaG ]
…και ξαφνικά η γη σταμάτησε να στριφογυρίζει.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια σκέψη. Άλλες φορές στολιζόταν με όμορφα κοσμήματα και περιπλανιόταν στους δρόμους και άλλες, έμενε ολόγυμνη ξαπλωμένη στο πάτωμα, να χαζεύει το παιχνίδι του ήλιου στο ταβάνι. Ήταν όμορφη; Ήταν άσχημη; Ή μήπως και τα δύο; Όπως και να έχει πάντως, ερχόταν και κούρνιαζε στο μυαλό, αποκοιμιόταν για λίγο κι όταν ξυπνούσε, το κυρίευε. Ήταν επάξια η αρχόντισσα του νου, καθώς μπορούσε πολύ εύκολα να επηρεάσει τις κινήσεις του σώματος, τις αισθήσεις και τις επιθυμίες. Πολλές φορές είχε στον έλεγχό της και τους χτύπους της καρδιάς. Υπήρχε μόνο κάτι που μπορούσε να την ρίξει από τον θρόνο της. Ήταν το ίδιο «κάτι» που την ανέβαζε εκεί.
…και ξαφνικά ο ουρανός γέμισε σύννεφα και άρχισε να βρέχει ασταμάτητα για μέρες και νύχτες.
Πώς επιτρέπουμε σε μία σκέψη να διαμορφώσει το ιδεατό και το από παλιά εναρμονισμένο; Πώς προκαλούμε την ανάσα μας, από αιτία ζωής και αφορμή έρωτα να μοιάζει με δηλητήριο για τον ίδιο μας τον εαυτό; Πώς ξεχνάμε το απόγειο του πάθους της στιγμής και το ευτυχισμένο χαμόγελο και περνάμε με ένα μόνο βήμα στο υπόγειο;
Εσύ που βρίσκεσαι αυτή την στιγμή; Να κατέβω να σου φέρω κουβέρτα μην κρυώνεις ή μήπως βρίσκεσαι στην σοφίτα και με κοιτάζεις με το ανοιξιάτικό σου βλέμμα από το μικρό παράθυρο ενώ καθαρίζω τα παπούτσια μου από τις λάσπες;
…και ξαφνικά η θερμοκρασία έπεσε υπό του μηδενός και οι σωλήνες του νερού έσπασαν.
Αγγίζω τα δάχτυλα μου στα πλήκτρα. Τα κοιτάζω ένα ένα. Βλέπω κάτι από τον χρόνο που αφήνει μικρά σημάδια πάνω τους. Κάτι από την νευρικότητα που αφήνει μικρές πληγές. Κάτι από τις χορδές που σκληραίνουν τις άκρες τους. Κάτι από το δέρμα σου που μαλακώνει την αφή μου, που σταθεροποιεί τον ρυθμό της αναπνοής μου, που ησυχάζει τις σκέψεις μου. Πληκτρολογώ το όνομά σου. Μεγεθύνω την γραμματοσειρά και το βάφω κόκκινο βαθύ. Στέκω ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα και το κοιτάζω.
…και ξαφνικά τα φώτα έσβησαν και η πόλη τυλίχτηκε στο σκοτάδι.
Δεν χρειάζομαι φως για να βρω το χέρι σου και να το τυλίξω στο δικό μου. Δεν χρειάζομαι ζέστη για να ομορφύνω την σκέψη μου και να προσπαθήσω χρωματίσω την δική σου. Καθάρισα από τις λάσπες τα παπούτσια μου και μπήκα στο σπίτι.Τι κι αν εκτός από τους σωλήνες πάγωσαν και οι τοίχοι; Αρκεί ένα φιλί για να ενώσει και να σπείρει με ηλιαχτίδες το πάτωμα που τρίζει, αλλά αντέχει ακόμα και μας κρατάει επάνω του. Αρκεί;
...με ένα κόκκινο φιλί
στα χείλη
σαν το λιοπύρι που
μαγκώνεται μες τον ιδρώτα
σαν το κορμί
που υψώνεται κάτω από τα φώτα
σαν προσευχή
που απέχει δυο σκαλιά
κι ένα μικρούλι σάλτο
απ' το ρεσάλτο
έφτασα, έπιασα
και να 'το
μες τα βελούδινα
μέσα στα ακάνθινα
βλέμματα που άφηνα να με αγγίξουν
να μου σφυρίξουν
την αλλεργία μου να ερεθίσουν
τρία άνθη λεμονιάς απ' το απυρόβλητο
μια γύρη γιασεμιού απ' το υπόγειο...
…και ξαφνικά η γη σταμάτησε να στριφογυρίζει. Ε και; Σε κρατάω στα χέρια μου.
…και ξαφνικά η γη σταμάτησε να στριφογυρίζει.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια σκέψη. Άλλες φορές στολιζόταν με όμορφα κοσμήματα και περιπλανιόταν στους δρόμους και άλλες, έμενε ολόγυμνη ξαπλωμένη στο πάτωμα, να χαζεύει το παιχνίδι του ήλιου στο ταβάνι. Ήταν όμορφη; Ήταν άσχημη; Ή μήπως και τα δύο; Όπως και να έχει πάντως, ερχόταν και κούρνιαζε στο μυαλό, αποκοιμιόταν για λίγο κι όταν ξυπνούσε, το κυρίευε. Ήταν επάξια η αρχόντισσα του νου, καθώς μπορούσε πολύ εύκολα να επηρεάσει τις κινήσεις του σώματος, τις αισθήσεις και τις επιθυμίες. Πολλές φορές είχε στον έλεγχό της και τους χτύπους της καρδιάς. Υπήρχε μόνο κάτι που μπορούσε να την ρίξει από τον θρόνο της. Ήταν το ίδιο «κάτι» που την ανέβαζε εκεί.
…και ξαφνικά ο ουρανός γέμισε σύννεφα και άρχισε να βρέχει ασταμάτητα για μέρες και νύχτες.
Πώς επιτρέπουμε σε μία σκέψη να διαμορφώσει το ιδεατό και το από παλιά εναρμονισμένο; Πώς προκαλούμε την ανάσα μας, από αιτία ζωής και αφορμή έρωτα να μοιάζει με δηλητήριο για τον ίδιο μας τον εαυτό; Πώς ξεχνάμε το απόγειο του πάθους της στιγμής και το ευτυχισμένο χαμόγελο και περνάμε με ένα μόνο βήμα στο υπόγειο;
Εσύ που βρίσκεσαι αυτή την στιγμή; Να κατέβω να σου φέρω κουβέρτα μην κρυώνεις ή μήπως βρίσκεσαι στην σοφίτα και με κοιτάζεις με το ανοιξιάτικό σου βλέμμα από το μικρό παράθυρο ενώ καθαρίζω τα παπούτσια μου από τις λάσπες;
…και ξαφνικά η θερμοκρασία έπεσε υπό του μηδενός και οι σωλήνες του νερού έσπασαν.
Αγγίζω τα δάχτυλα μου στα πλήκτρα. Τα κοιτάζω ένα ένα. Βλέπω κάτι από τον χρόνο που αφήνει μικρά σημάδια πάνω τους. Κάτι από την νευρικότητα που αφήνει μικρές πληγές. Κάτι από τις χορδές που σκληραίνουν τις άκρες τους. Κάτι από το δέρμα σου που μαλακώνει την αφή μου, που σταθεροποιεί τον ρυθμό της αναπνοής μου, που ησυχάζει τις σκέψεις μου. Πληκτρολογώ το όνομά σου. Μεγεθύνω την γραμματοσειρά και το βάφω κόκκινο βαθύ. Στέκω ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα και το κοιτάζω.
…και ξαφνικά τα φώτα έσβησαν και η πόλη τυλίχτηκε στο σκοτάδι.
Δεν χρειάζομαι φως για να βρω το χέρι σου και να το τυλίξω στο δικό μου. Δεν χρειάζομαι ζέστη για να ομορφύνω την σκέψη μου και να προσπαθήσω χρωματίσω την δική σου. Καθάρισα από τις λάσπες τα παπούτσια μου και μπήκα στο σπίτι.Τι κι αν εκτός από τους σωλήνες πάγωσαν και οι τοίχοι; Αρκεί ένα φιλί για να ενώσει και να σπείρει με ηλιαχτίδες το πάτωμα που τρίζει, αλλά αντέχει ακόμα και μας κρατάει επάνω του. Αρκεί;
...με ένα κόκκινο φιλί
στα χείλη
σαν το λιοπύρι που
μαγκώνεται μες τον ιδρώτα
σαν το κορμί
που υψώνεται κάτω από τα φώτα
σαν προσευχή
που απέχει δυο σκαλιά
κι ένα μικρούλι σάλτο
απ' το ρεσάλτο
έφτασα, έπιασα
και να 'το
μες τα βελούδινα
μέσα στα ακάνθινα
βλέμματα που άφηνα να με αγγίξουν
να μου σφυρίξουν
την αλλεργία μου να ερεθίσουν
τρία άνθη λεμονιάς απ' το απυρόβλητο
μια γύρη γιασεμιού απ' το υπόγειο...
…και ξαφνικά η γη σταμάτησε να στριφογυρίζει. Ε και; Σε κρατάω στα χέρια μου.