Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

λευκό μου σύννεφο



Μια κόκκος άμμου στροβιλίζεται μπλεγμένη με εκπνοές. Μια δεύτερη ζηλεύει ίσως, ή μάλλον μαγεύεται και ακολουθεί. Δυο κόκκοι άμμου που ηλεκτρίζουν η μια την άλλη σε πρώτο χρόνο μαγνητίζονται. Σε δεύτερο χρόνο απωθούνται, σε τρίτο χρόνο έλκονται. Ένας χορός ανύπαρκτος στην φευγαλέα ματιά. Ένα πάθος που παρασύρει και διεγείρει όσους στ’ αλήθεια παρατηρούν. Όσους μοιράζονται με τον αέρα την πίστα των εκπνοών τους. Κι εκεί, ανάμεσα σε ηλιαχτίδες και σύννεφα, ανάμεσα σε σταγόνες και χείλη, ανάμεσα σε αποχαιρετισμούς και ανταμώματα, αγγίζεις για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου ένα χέρι. Όλα τα υπόλοιπα είναι πλέον σιωπές. Όλα τα υπόλοιπα είναι πλέον βλέμματα αγκιστρωμένα. Βλέμματα πουλιών που κοιτάζουν από ψηλά την πόλη, βλέμματα εραστών που χαζεύουν γυμνά κορμιά ενώ ονειρεύονται δίπλα τους το ξημέρωμα, βλέμματα δερβίσηδων σε μέθεξη που ‘χουν τα μάτια τους κλειστά.

Κάπως έτσι στροβιλίζονται και οι άνθρωποι. Παίρνουν πινέλο στα χέρια και ζωγραφίζουν σύννεφα λευκά, αγγίζουν το έδαφος με πέλματα γυμνά, κλείνουν ματιές, ανοίγουν συζητήσεις, νοθεύουν με αγνώστου ταυτότητας αλκοολούχα υγρά το στομάχι τους, αρπάζουν ευκαιρίες και γραπώνουν θλίψεις, γειώνονται και πηδούν  ψηλά σηκώνοντας σκόνη,  δίνουν τρυφερά φιλιά για καληνύχτα, αναμετρούνται με την αντοχή του αυχένα τους και τραγουδούν σπονδές κάτω από αλλεργιογόνα πεύκα. Κι ύστερα μαζεύονται σε έναν κύκλο να θεραπεύσουν λέξεις που μόλυναν την ιστορία τους και να χαϊδέψουν παύσεις που μέλωσαν την υστερία τους. Κάπως έτσι στροβιλίζονται οι άνθρωποι. Κι ερωτεύονται.

Κι εκεί που νόμιζες ότι τα έχεις δει όλα, εκεί που νόμιζες ότι έχεις πει αρκετά έρχεται μια στιγμή να σταματήσει τον χρόνο σου σε μια αμήχανη καλησπέρα με έναν άνθρωπο που σε περιμένει εκεί στα σκοτεινά σε ένα σκαλάκι μιας εισόδου κάποιας συμμορίας. Κι εκεί που νόμιζες ότι τα έχεις ακούσει όλα συναντάς για πρώτη φορά κάτι από νεράιδα επάνω σε άσφαλτο και σε καλωσορίζει με λίγο απόμακρο τρόπο μεν αλλά χαμογελαστό δε. Κι εκεί που νόμιζες ότι τα έχεις νιώσει όλα, εκεί στα φωτεινά, ακούς ένα κλικ. Μια φωτογραφία δίχως φλας αλλά με μπόλικο ηλεκτρισμό στα σωθικά σου.  Και κάπως έτσι η ανταπόκριση της επόμενης πτήσης σου, με ή δίχως καθυστέρηση, προσγειώνεται στα πόδια σου. Θα ανέβεις;

Κοίτα να δεις πως έχουν τα πράγματα. Οι αγκώνες σου δυναμώνουν κατά την διάρκεια της αγκαλιάς. Τα γόνατά σου κουράζονται και οι αστράγαλοί σου διαμαρτύρονται σε νύχτες καύσωνα. Τα δάχτυλα των χεριών σου πεθαίνουν να παίξουν κάποια μελωδία αγαπημένη σε μια γυμνή μέση. Η μύτη σου βυθίζεται στα λυτά μαλλιά. Οι ώμοι σου υποκλίνονται στους αναστεναγμούς και οι καρποί σου πέφτουν σαν ώριμο φρούτο του καλοκαιριού όταν έρχεσαι σε οργασμό. Η καρδιά σου χτυπάει σε αφρικάνικο ρυθμό και το στομάχι σου γουργουρίζει από επίθυμία ακόρεστη. Κι εσύ αναρωτιέσαι αν αγαπάς;

Κάπως έτσι μοιάζει ένα νανούρισμα. Με ήσυχο και γλυκό μουρμουρητό ενώ κρύβεις μια καρφίτσα στο στόμα σου. Στο φινάλε την φτύνεις και ανακαλύπτεις ότι δεν ήταν ματωμένη. Κι ύστερα με αγιασμένες τις χορδές σου κάνεις μια εξομολόγηση. Με άναρθρες κραυγές υψώνεις την γροθιά σου στον ουρανό και κλείνοντας το ένα μάτι κρύβεις τον ήλιο πίσω της. Κι ύστερα από μερικές ώρες εξαφανίζεις την πανσέληνο.  Ένα παιχνίδι είναι η μέρα και η νύχτα σου. Ένα παιχνίδι που έπαιζες όταν δεν σε ένοιαζε το αύριο. Όταν ο ιδρώτας σου ήταν κάτι από νερό της βροχής, κι όταν το κλάμα σου ήταν κάτι από νερό κολυμπήθρας. Ένα παιχνίδι είναι η απουσία και η παρουσία. Όταν η σιωπή σου ήταν κάτι από το πιο βαθύ όνειρο κι όταν η πρώτη σου λέξη ήταν κάτι από στιγμή ευτυχίας των γονιών σου.

Απόψε, οι συμπληγάδες γκρεμίζονται και οι θάλασσες δροσερές και ασφαλείς σε υποδέχονται. Απόψε ένα λευκό σύννεφο γίνεται προσκεφάλι και το σώμα σου μετουσιώνεται σε χαλί μαγικό . Απόψε, οι σκιές στο ταβάνι χορεύουν πρωτόγονα κι εκστατικά. Απόψε οι ξαφνικοί θόρυβοι δίνουν την θέση τους σε ερωτικούς ψιθύρους. Απόψε η υγρασία σε ξεδιψάει. Απόψε, σε θέλω.