Ξέρεις που κρύβονται τα όμορφα όνειρα όταν ξυπνάς;
Οι άνθρωποι, όντα μεταβλητά που διαχωρίζονται από τα όνειρά τους και βαφτίζουν τις επιθυμίες τους ανάγκες και τούμπαλιν. Ξυπνούν με την ανατολή να χαϊδεύει το δέρμα τους και αγωνίζονται για το χαμόγελο εκείνη την στιγμή μεταξύ εισπνοής και εκπνοής. Κάποιες φορές, έρχονται και τα δάκρυα. Διαθλούν αχτίδες πάνω στα χείλη. Εκεί ακριβώς μπροστά από τα σύννεφα. Για να φαίνονται πιο καθαρά τα χρώματα για να σβήνουν πιο εύκολα κεραυνοί και ρυτίδες.
Είσαι εσύ, είμαι εγώ, είναι ο χρόνος, είναι η αγάπη.
Και οι ανασφάλειες; Καμένες ασφάλειες είναι μην βασανίζεσαι. Κάποιες θα αλλαχθούν και κάποτε ίσως πάλι ξανακαούν. Το μυστικό είναι στο βραχυκύκλωμα. Η μόνη λύση είναι να ανοιχθεί το πορτάκι του πίνακα. Τα υπόλοιπα έπονται. Κάποια πορτάκια θέλουν τον τρόπο τους και τον χρόνο τους. Όταν ακούγεται το κλικ, όμως, μια μελωδία γεννιέται σε συνήχηση με το ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων, τον ήχο των βημάτων, τους παλμούς της καρδιάς και το στομάχι που γουργουρίζει.
Μια συμφωνία ερωτική σε όποια κλίμακα γουστάρεις.
Μην σε τρομάξουν κάποιες κραυγές που ίσως ακουστούν στις αλλαγές της τονικότητας. Το άγχος και ο φόβος είναι. Δεν τα αντέχουν τα όμορφα οι δυο τους και σαν ζιζάνια μάχονται να μολύνουν περιβόλια, μουσικές και ευκαιρίες . Μη μασάς. Το ζιζανιοκτόνο ενεργοποιείται πάντοτε σε στιγμές σαν κι αυτήν και είναι ιδιαιτέρως αποτελεσματικό όταν συνδυάζεται με δύο σώματα που σμίγουν.
Και τι μετά; Άφησε το μετά στο μετά του και το τώρα στο εδώ σου.
Εδώ.
Οι εαυτοί ξυπόλητοι με ένα μπαστούνι στο σκοτάδι να αναζητούν ένα γιατρικό κι ένα βάλσαμο. Να διεκδικούν μια αφύπνιση από τις μιζέριες και τις απάθειες. Κι ας έχουν ολάκερες φαβέλες στις φτέρνες τους. Στον ένα αγκώνα τα πολυβόλα, στον άλλον πεντάγραμμα. Έτσι αγκιστρώνονται τα χαμόγελα στα πρόσωπα. Ανάμεσα σε εμπόδια κι εμπιστοσύνες. Κι αν τα πινέλα σου έχουν φθαρεί, κι αν ακόμα δεν έχεις πάρει νέα, βούτηξε τα δάχτυλά σου στα χρώματα. Ξέρω, θα γίνει χαμός. Δεν πειράζει. Θα τα ξεπλύνουμε.
Ξέρεις που κρύβονται τα όμορφα όνειρα όταν ξυπνάς;
Ποιος έχει δει το φως να διαχωρίζεται σε τόξο της ίριδας από τις βλεφαρίδες σου; Ποιος έχει ακούσει μουσική όταν τα χείλη σου μισανοίγουν, όταν η γλώσσα σου πάλλεται; Ποιος έχει αναγνωρίσει στο δέρμα σου, τις πιο ήσυχες θάλασσες; Ποιος έχει νιώσει τα δάχτυλά σου να κλείνονται μπουνιές να πολεμήσουν το κρύο κι ύστερα να ανοίγουν να χαϊδέψουν τη ζέστη; Ποιος έχει γελάσει με το χιούμορ σου. έχει μεθύσει με τους χυμούς σου, κι έχει αισθανθεί τη λιακάδα της τόσο ευγενικής σου καρδιάς να βάφει τοίχους, να γεννάει στίχους; Ποιος έχει μυρίσει τον λαιμό σου, έχει κρατηθεί από τα πόδια σου κι έχει περιπλανηθεί από το νου σου;
στον κόσμο σου να περιπλανηθώ
με έναν αδιάβροχο ήλιο στον αυχένα
του θέρους στάχυα οι βλεφαρίδες σου
βυθός κι αφρός, ειν’ όλα ένα.