Μυρίζει ο αέρας και δίπλα μου το τέρας
που άνοιξε την πόρτα του μυαλού
"Ποιον λες θα φοβερίσεις;", του λέω, "Μη νομίσεις!"
"για την καρδιά δεν πας από τον νου"
μα εκείνο με κοιτάζει, στέκει και δεν χλωμιάζει
μάλλον δεν θα του ήμουν πιστευτός
τυλίγει το κορμί του μες στο λινό πανί του
έξω και μέσα κρύωσε ο καιρός
Δεν βρίσκω τρόπο να κλείσω τα αμπάρια της ψυχής μου
να οδηγήσω την ζωή μου
μέσα σε σπήλαια κυνηγημένος στους διαδρόμους
ως της καρδιάς τους υπονόμους
να σε ψάξω... να σε φτάσω.
Ο ήλιος με έχει στήσει, δεν λεει να γυρίσει
λες και το κάνει επίτηδες, θαρρώ
το τέρας στο σκοτάδι κινείται σαν το χάδι
και δεν αφήνει ίχνη να το βρω
Ακούω, κρυφακούω, τίποτα δεν ακούω
ακόμα και τα μάτια σου ξεχνώ
κοιτάζω την σκιά μου δίπλα στα βήματά μου
φωνάζει και η βροχή, "Σε προσπερνώ!"
Δεν βρίσκω τρόπο να κλείσω τα αμπάρια της ψυχής μου
να οδηγήσω την ζωή μου
μέσα σε σπήλαια κυνηγημένος στους διαδρόμους
ως της καρδιάς τους υπονόμους
να σε ψάξω... να σε φτάσω.
[ τέλος δεύτερου Δεκέμβρη ]