Σ’αγαπάω. Όπως η bossa nova το
καλοκαίρι. Όπως η πανσέληνος τη θάλασσα. Όπως το αδιέξοδο την αναστροφή.
Κι όσο για την αποστροφή, μακριά
από τους νευρώνες μου να μείνει. Εκεί έξω στον ολόλαμπρο ήλιο, που όλα τα
βλέπει και τα αναγνωρίζει. Φωτιά να πάρει στον καύσωνα του θέρους. Κι ο καπνός
να ερεθίσει τα ρουθούνια προσφέροντας το απότομο ξύπνημα στον ξενιστή. Όνειρο ήταν.
Ένα κακό όνειρο. Βαθιά εκπνοή κι αγάπη ρε.
Μια δερβίσικη στροφή για όσο
αντέξεις να χαμογελάς ενώ στροβιλίζεσαι. Άφησε την ζάλη να ανακατέψει καλά και
με ορμή το μυαλό κι ύστερα κλείσε τα μάτια, σταμάτα απότομα και ξάπλωσε
ανάσκελα. Ακούς; Μ’ακούς που πληκτρολογώ και ακροβατώ, ίσως όχι και τόσο
επιδέξια, ανάμεσα σε μινόρε και ματζόρε; Άλλοτε πιο γρήγορα κι άλλοτε λίγο πιο
αργά, σχολαστικά, προσεκτικά, εκνευριστικά. Και ξαφνικά σιωπή. Μην ανοίξεις τα
μάτια. Δεν χρειάζεται, Ξέρεις ακριβώς που βρίσκομαι.
Σ’αγαπάω. Όπως τα μπισκότα το
βούτυρο. Όπως το φιλί το χάδι. Όπως το χώμα το νερό.
Στα χέρια σου. Στον λαιμό σου.
Στα πόδια σου. Στο στήθος σου. Στην πλάτη σου. Στην καρδιά σου. Στον αφαλό σου.
Στο μυαλό σου. Στα μάτια σου. Μαεστρικά κρύβω την σκέψη μου, να μην μπορεί
κανείς να την μολύνει. Απρόσμενα εναποθέτω την αναπνοή μου, να μη μπορεί κανείς
να σε μολύνει.
Η ζωή και η συνέχεια αυτής. Έτσι
δεν λένε όσοι προσεγγίζουν ή απομακρύνουν τις απώλειες; Έτσι δεν λένε όσοι
συμβουλεύουν τα νέα ξεκινήματα; Εκτοξεύονται στο διάστημα οι εξερευνητές του
κενού και του απέραντου αγνώστου, να βρουν νέες μορφές ζωής. Βουτούν στα
σκοτεινά βάθη των ωκεανών οι έμπειροι δύτες, και ανακαλύπτουν ναυάγια, και ξετρυπώνουν σπάνια πολύχρωμα
υδρόβια πλάσματα. Σκαρφαλώνουν στις πιο ψηλές κορυφές οι ατρόμητοι ορειβάτες,
να ζαλιστούν από οξυγόνο, να σπάσουν κάποιο ρεκόρ, να βρουν ένα και μόνο
εντελβάις. Φροντίζουν περίτεχνους κήπους οι επιδέξιοι κηπουροί, φροντίζεις το
μπαλκονάκι σου κι εσύ, να δεις την αλστρομέριά σου να ανθίζει ξανά. Ξαπλώνουν
στην άμμο οι παραθεριστές, να πάρουν χρώμα, να διαβάσουν ένα βιβλίο, να
κοιμηθούν. Πηγαίνουν στις κούνιες το εγγονάκι τους ο παππούς και η γιαγιά, να γελάσουν,
να χαρούν, να κερδίσουν χρόνο ζωής να προσφέρουν ευτυχίες ζωής. Κάνουν έρωτα
δυο άνθρωποι, να νιώσουν, να ενώσουν, να σπείρουν και να θερίσουν. Βαθιά
εισπνοή κι έρωτας ρε.
Κι ένα γιουκαλίλι... και λίγη
σοκολάτα. Άντε, καλά. Πολύ σοκολάτα.
Σ’αγαπάω. Όπως η bossa nova το
καλοκαίρι. Όπως τα βότσαλα το πέταγμά τους στον αέρα. Όπως η καληνύχτα την
καλημέρα.