Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2007

Ένα ηφαίστειο που σπέρνει με βροχή

[ photo: 56363564 by r3nya ]

έχω κρατήσει μια κρυψώνα μυστική
ένα άδειο σπίτι βυθισμένο στην σιωπή
που μπαίνει ο αέρας σαν ανάσα-ουρλιαχτό
και όταν βγαίνει είναι αθάνατο νερό

έχω κρατήσει μια κρυψώνα σκοτεινή
έναν απύθμενο ουρανό σε μια αστραπή
φωτίζει βλέμματα ταράζει τις ψυχές
και όταν σβήνει κάνει αύριο το χθες

έχω κρατήσει μια κρυψώνα ενεργή
ένα ηφαίστειο που σπέρνει με βροχή
και κάνει στόματα να ανοίγουν για να πιουν
το πεταχτό φιλί ζωής που επιθυμούν

θέλω να μπω στον κόσμο σου απόψε
και να κρυφτώ…
λάτρεψε, ράψε, κόψε

θέλω να βγω στον κόσμο σου απόψε
και να κρυφτώ…
λάτρεψε, ράψε, κόψε



[ τελος πρώτου Δεκέμβρη ]

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2007

Δεν έχω ξαναζήσει πιο πολύ


Νοέμβριος απείθαρχος ζεστός και στην βροχή και στον αέρα
σαν ελιγμός απ’ την φοβέρα
σαν ελιγμός…

τέτοιο χαμόγελο δεν έχω ξαναδεί
δεν έχω ξαναζήσει πιο πολύ

μια από ‘δώ μια από ‘κεί
μια ματιά σου να είχα
το όνομά σου να ήξερα
πριν φύγεις πάλι μέσα στο πλήθος

Μόλις που μπήκε ο Δεκέμβρης, Σάββατο βράδυ, η νύχτα ανάβει
σαν πειρατής στα όνειρά μου
σαν πειρατής…

τέτοιο χαμόγελο δεν έχω ξαναδεί
δεν έχω ξαναζήσει πιο πολύ

μια από ‘δώ μια από ‘κεί
κάτω απ’ τα γυάλινα δέντρα
πάνω σε ένα άσπρο πάτωμα
απ’ τα χιόνια που δεν ήρθαν ακόμα

Μονάχα δυο λόγια είπες και στα ταξίδια μου με βρήκες
σα ναυαγός με μια μπύρα
σαν ναυαγός…

τέτοιο χαμόγελο δεν έχω ξαναδεί
δεν έχω ξαναζήσει πιο πολύ

μια από ‘δώ μια από ‘κεί
σαν φεγγάρι στην γη
σαν λουλούδι που γέρνει στον ήλιο
να βρει την ζωή του

μια από ‘δώ μια από ‘κεί

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

Μεγειά το κεφάλι

[ photo: Midnight moon by ConcreteRainx ]

Μεγειά το κεφάλι. Καλοτάξιδο.
«Τι εννοείς;» με ρώτησε.
«Μεγειά το κεφάλι.» ξαναείπα και γύρισα πλευρό.
«Καληνύχτα, θα τα πούμε το πρωί», κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Άναψα τρία κεριά κι έμεινα να κοιτάζω. Ίσως να πέρασαν δύο ώρες. Ίσως και πάλι όχι.
Είχε υγρασία στο δωμάτιο και οι ζέρμπερες βούλιαζαν ατάραχα στο αγαπημένο τους βάζο. Ήταν από εκείνην. Θυμάμαι πως όταν μου τις έφερε δεν μου είπε ότι ήταν για μένα, κι ας ήξερε ότι στην εικόνα τους, οι κόρες των ματιών μου γινόντουσαν πιο μεγάλες. Σαν εκείνη την νύχτα... μεγάλες και σκοτεινές. «Σου έφερα κάτι για το σπίτι. Να πάρει λίγο χρώμα βρε παιδί μου αυτός ο χώρος». Έτσι μου είπε και μετά με φίλησε όπως φιλάει κάθε νύχτα, ενεργειακά και ηδονικά, το φεγγάρι.
Από μικρή, πριν κοιμηθεί, του δίνει ένα φιλί καληνύχτας. Κρέμεται, σχεδόν, από πάνω του με λαχτάρα, προσμονή. Εκεί ξυπνάει. Εκεί, κρεμασμένη. Εκεί ξυπνάω κι εγώ, μόνο που δεν με βλέπει. Με βοηθούν τα κλαδιά των δέντρων να κρυφτώ και να απολαύσω όλη νύχτα το λατρεμένο μου θέαμα, την λατρεμένη μου ζωή.
‘Υστερα ανεβαίνω γύρω στις 25 μοίρες και ξανακατεβαίνω χωρίς να αλλάξω βλέμμα. Φοράω τα καλά μου και πέφτω για ύπνο. Βάζω και άρωμα πριν κοιμηθώ. Όταν κάνει κρύο με βοηθάει η μυρωδιά του να ζεσταίνω την σκέψη μου όπως ζεσταίνουν τα γάντια τα χέρια μου. Συνήθως πιάνει πάντα. Μόνο μια φορά που μια παράλογη παραλλαγή με είχε μεταμορφώσει, δεν έπιανε τίποτα... κανένα πείραμα, καμμιά σκέψη. Μάλλον ήταν παραπάνω από μια φορές.

Έχει υγρασία στο δωμάτιο. Ίσως να φταίει το υψόμετρο, ίσως και το υπόγειο που έχω στήσει στην κρεββατοκάμαρα. Όσο κι αν αεριστεί ο χώρος θα υπάρχει αυτή η φωλιά να βγάζει γεννητούρια που κατατρώνε πατώματα και τοίχους και αστράφτουν σαν μέδουσες σε φουρτουνιασμένη θάλασσα... εκείνη την στιγμή που ξέρουν ότι δεν έχουν και πολύ χρόνο ζωής ακόμα. Εναποθέτουν την φαντασιακή υποδομή τους και τα τσιριχτά τους ψυχικά κουπιά στην ορμή του πιο δυνατού κύματος, στο βήμα του πιο περίεργου οδοιπόρου, στην βορά του πιο εμπορικού αυτοκινήτου, το οποίο αγοράστηκε για να προσφέρει και να παίρνει...

Κάποιος πυροβόλησε σήμερα.

Κάποιος πυροβόλησε σήμερα και η «σφάιρα» σφηνώθηκε στην κεντημένη γοργόνα του τοίχου μου. Είναι ένα κάδρο μαύρο με χρυσή κλωστή κεντημένο από την μάνα μου. Είχε φανταστεί άραγε, πριν την γέννηση μου, πριν την γέννησή της, ότι μια σφαίρα θα καρφωνόταν ακριβώς επάνω στο ολοστρόγγυλο ηλιοβασίλεμα του έργου της;
Θα πεθάνω από αδέσποτη σφαίρα. Απλώς αυτή την φορά την... γλίτωσα; Πάντως, κρίμα δεν είναι να μην πεθάνω από μια σφαίρα που προορίζεται εν τέλει για μένα, για όποιον λόγο;

Δεν ξέρω.

Αυτό όμως που «ξέρω» είναι πως μου αρέσουν τα χρώματιστά δωμάτια, με ή χωρίς ζέρμπερες, με ή χωρίς υγρασία, με ή χωρίς το φιλί σου, με ή χωρίς σφαίρες, μέδουσες, ήλιους και φεγγάρια. Μου αρέσουν τα χρωματιστά κεφάλια, τα καλοτάξιδα, με βαμμένα ή φυσικά μαλλιά, με μαλλιά ή χωρίς μαλλιά.
Μου αρέσουν όλες αυτές οι Λερναίες ύδρες που γαντζώνονται από πηγές ζωής και ρουφούν νέκταρ ξεμοναχιασμένες, ονειρικές και λατρεμένες, σαν τις αναπαύσεις και τις παύσεις, σαν τις κορώνες και τις αντιδιαστολές. Τι ερωτικοί που είναι οι αντιχρονισμοί νοθευμένοι με διαχρονισμούς και ψευτοεξουσιαστές που παίρνουν σιγά σιγά... τον δρόμο τους!

Άντε και μεγειά το κεφάλι...

Παύση ολοκλήρου.

Παύση μισού, μίσους, αγάπης.


Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

Tην θηλιά την έλυσες εσύ


Κομπολόγια στα χέρια μου σπάνε
και τις μπίλιες φυσάει ο βοριάς
τις κυλάει, τις διαβρώνει, τις σπάει
και μια μέρα ενώ περπατάς
τις κλωτσάς και μετά τις πετάς
στο πηγάδι να ακούσεις τον ήχο
μια ευχή κάνεις και προσπερνάς
μα οι μπίλιες δεν είναι νομίσματα
να τις ρίχνεις στης λίμνης τον βυθό
είναι πέρασμα χρόνου ζωής
εισιτήριο κοντινής διαφυγής
στην ζωή της εδώ διαμονής

Οι χορδές απ'την κιθάρα μου σπάνε
τις μαζεύω, τις δένω θηλιά
να κρεμάσω τούτη την μοναξιά
και μια μέρα ενώ περπατάς
δεν μ'ακούς μελωδίες να φτιάχνω
άδικα έμεινε η κιθάρα μουγγή
την θηλιά την έλυσες εσύ
μα οι χορδές δεν είναι σχοινιά
να τις δέσεις να κρεμάσεις το ψέμα
είναι πέρασμα χρόνου ζωής
εισιτήριο κοντινής διαφυγής
στην ζωή της εδώ διαμονής

Αυτό είναι το πιο όμορφο ταξίδι
να φεύγεις ενώ ήδη γυρνάς
οι μάγοι να σου δίνουνε δώρα
κι εσύ να μην ξέρεις ν'αγαπάς

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

Η αθώα αποστολή

Με στοιχειωμένα δάχτυλα για ώρες και στο μυαλό μου να έχει καρφωθεί ένα παγωτό σοκολάτα, χτυπάει το τηλέφωνο.
Απαντάω. Ακούω το γνωστό ήχο που ενίοτε χρησιμεύει και για κούρδισμα κιθάρας αλλά φωνή δεν ακούω.
Ναί; Ποιος είναι; Παρακαλώ; Ρωτάω χωρίς προφανή λόγο.
Το τηλέφωνο συνεχίζει να χτυπάει. Τελικά ήταν ο Damien Jurado και το χιονοφάντασμά του. Όλα έρχονται σιγά σιγά στην θέση τους. Ποια θέση;
Σηκωνομαι από την θέση μου και ετοιμάζομαι για την δουλειά. Κοντεύει μεσάνυχτα.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο, στο ραδιόφωνο κάποιος ραδιοφωνάζει. Το σβήνω. Και ξαφνικά με ακούω να μου λέω. Έχεις άδεια από σήμερα, γύρνα σπίτι.
Όχι θα καθήσω εδώ απόψε. Θα κοιμηθώ εδώ.
03:01 κάποιος με το νέο του ηχοσύστημα πέρασε «ευγενικά» από δίπλα μου και με ξύπνησε ακριβώς πάνω στο βαθυστόχαστο REM.

Τρίαντα χρόνια πέρασαν από τότε που ταύτισα τις αναπνοές και εν συνεχεία τα βήματά μου με το «μεσοδιάστημα» που λέγεται ζωή. Είναι πολλά; Είναι λίγα;
Η αθώα αποστολή επί της γης συνεχίζεται και χαϊδεύει που και που οπτασίες, εξουσίες, αν και δεν θα έπρεπε, φαντασίες και κυκλάμινα λευκά από το χιόνι που δεν ήρθε ακόμα. Πόσο θα ήθελα ένα παγωτό σοκολάτα...

Στέκομαι στην είσοδο.
Σ’αγαπώ.

Δεν με νοιάζει αν το ξέρεις. Δεν ξέρω αν το ξέρεις. Θέλω να σου το πω εδώ, απόψε.
Εδώ που στέκομαι και κοιτάζω τα φώτα πίσω από τις κουρτίνες εδώ που κοιτάζω αυτό που οι άνθρωποι βαφτίζουν αγάπη, αυτό που είναι ακόμα ένα περίεργο παιχνίδι.
Ένα περίεργο παιχνίδι παλί που έχουν βαφτίσει αγκαλιά.
Αγκάλιασέ με τώρα όπου κι αν είσαι, πίσω από όποια κουρτίνα πολύχρωμη, ασπρόμαυρη ή μαύρη. Μην διστάζεις.
Βγάζω την μάσκα μου αυτή τη νύχτα για να ακούσω όλους όσους δεν θυμόμουν, όχι από άγνοια ή παράνοια αλλά από φόβο.
Θέλεις να έρθεις μαζί μου και να περπατήσουμε; Ξέρεις πόσα πολλά έχουμε να δούμε; Πόσα πολλά έχουμε να κάνουμε; Θα φάμε και παγωτό σοκολάτα. Θα βάλουμε επάνω και τριάντα μικροσκοπικά κεράκια για να τα σβήσω με μια εκπνοή σαν απότομο ξέσπασμα φούγγας και οριοθέτηση της μαγίας σε ντο δίεση. Έλα να μου τραγουδήσεις. Απόψε έχω γενέθλια. Εντάξει, θα τραγουδήσω κι εγώ.

Στο πανοφώρι μου έσταξε μια σταγόνα που πότισε νωρίτερα κάποιο λουλούδι του πρώτου ορόφου. Να κι άλλη μια.
Μάλλον, ήρθε η ώρα να ανέβω.
Ξέχασα να ποτίσω και τα λουλούδια. Διψάω κι εγώ... και σε λίγο ξημερώνει άφοβα. Θα ψάξει ο ήλιος την ευτυχία του στον ουρανό κρυφοκοιτώντας πίσω από τα σύννεφα μήπως τον βλέπει κανείς... Μερικές φορές σου κλείνει το μάτι, αρκεί να κοιτάζεις.

Κλείδωσα την πόρτα πίσω μου κι έβγαλα το κλειδί για να μπορείς να ανοίξεις το πρωί που θα έρθεις να μου κάνεις έκπληξη. Έχω γενέθλια σήμερα. Μην το ξεχάσω. Ας βάλω ξυπνητήρι...

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2007

Σε ποιό όνειρο με βρήκες;

Τότε παλιά
πολλά χαμόγελα δακρύζανε στους τοίχους
ψυχρή μπογιά
πάρε να έχεις έναν πίνακα με μύθους
και « άντε γεια »
σαν από αυτά που ανθίζουνε στις αποθήκες
σιγά σιγά
να ‘ξερα μόνο σε ποιο όνειρο με βρήκες
και τι « μετά »;
άστο « μετά » για τις απόστρατες ανάγκες
πολλά φιλιά
πιάσε κουβέντα με τις « μαύρες » σου ανταύγειες

Τώρα λοιπόν
πολλά χαμόγελα δακρύζουνε στους τοίχους
ζεστό παρόν
μια μοναξιά και πέντε ιππότες εκ του πλήθους
των ευγενών
βρε, λες κι αυτοί να υποστείλουν την σημαία;
ε και λοιπόν;
να, πάλι νύχτωσε και σκίζεται η αυλαία
και παρελθόν
ούτε φωνή, ούτε ακρόαση κι απόψε
εν καιρώ ...
ξάπλωσε ήσυχα, γυμνή, το ρεύμα κόψε

Καληνύχτα.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2007

Ένα κλικ

Ένα κλικ. Ένα κλικ και τα χαμόγελα που, τότε παλιά, δακρύζανε στους τοίχους σαν ψυχρή μπογιά, τώρα στριφογυρίζουν από βλέμμα σε βλέμμα και νυχτοπερπατούν από χάδι σε χάδι.
Ένα κλικ και θυμάμαι τα καλοκαίρια σε εκείνο το μικρό μπαλκόνι του τετάρτου ορόφου. Θυμάμαι να κάθομαι στο μωσαϊκό, να κρύβομαι στις γλάστρες για να επιβλέψω το μεροκάματο των μυρμηγκιών. Θυμάμαι να μην με νοιάζει τι ώρα είναι, τι έχω να κάνω μετά, που "πρέπει" να πάω αύριο. Οι μυρωδιές της κουζίνας σαν αλλόκοσμο ξυπνητήρι με τραβούσαν στο εσωτερικό του σπιτιού, στο εσωτερικό του κόσμου μου.

Ο κόσμος μου... μια παγίδα που μου έγλειφε τα πόδια και ύστερα με δάγκωνε απαλά για να με ρουφήξει ζαλισμένο και αδύναμο κάτω από το φρεσκογυαλισμένο παρκέ στο σαλόνι, εκεί ανάμεσα στο μπετό και το ξύλο. Σε αυτόν τον μικρό χώρο πως να'ναι να ζεις άραγε;
Ο κόσμος μου... ένας πολύχρωμος ανεμόμυλος τοποθετημένος προσεκτικά σε περίοπτη θέση για το χάδι του νοτιά, την όρεξη του βοριά και των αντιχρωματισμών του ήλιου που σαν άγγιζαν τα δάχτυλά μου, έβαφαν τα νύχια μου μπορντώ, σαν μελανιά που θα έφευγε μέχρι τα μεσάνυχτα, σαν τέμπερα που θα έφευγε μονάχα αν το επιθυμούσα.
Πάντοτε ευχόμουν να μείνω παιδί κι όποτε γύρευα να είχα αφορμή. Πάντοτε ευχόμουν να έρθει η στιγμή που δεν θα ήθελα να είχε 'ρθει. Τώρα τα όνειρα έγιναν πυρκαγιά, μια αμαρτία σε ζωγραφιά. Τώρα τα ψέμματα έχουν φωνή, σημαιοστόλιστη ωραία γιορτή.
Αλλάζουν οι άνθρωποι; Νομίζω ότι με το πέρασμα των καιρών, των εποχών και της υγρασίας αυτών, αλήθεια, δεν αλλάζουν εν τέλει, μονάχα εξελίσσονται. Τουλάχιστον εξελίσσονται. Ευτυχώς ή δυστυχώς...
Θα γύριζα χωρίς ενδοιασμούς, παρέα με την "εξελιγμένη" εκδοχή του εαυτού μου όχι για δράσω υπό διαφορετικές τοποθετήσεις με νέους ανεξέλεγκτους φραγμούς, αλλά για να μπορέσω πιο εύκολα να κάνω ένα παιδικό μου όνειρο πραγματικότητα. Ήθελα... να ταξιδέψω με την "ταχύτητα διαφυγής" και προτού προλάβω να το χαρώ, να είμαι πάλι πίσω, να μην το θυμάμαι καλά καλά και να θέλω κι άλλο αλλά να μην μπορώ ξανά γιατί είχα ένα και μοναδικό εισιτήριο μετ' επιστροφής...
Οι πιο γλυκές αναμνήσεις είναι εδώ και έρχονται ξαφνικά σε πρωινά σαν κι αυτό για να ρίξουν λάδι σε αισθήσεις που τρίζουν και ξύδι σε νευρικές αναπνοές. Μένω ακόμα σε αυτό το σαλόνι, κοιμάμαι εδώ, ξύπνάω εδώ και δεν είμαι μόνος μου.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

Νυχτερινή βάρδια

Μπορεί ένα στολισμένο δέντρο να αλλάξει συναισθήσεις, να διώξει την ζάλη και να βρέξει το πρόσωπο; Μπορεί ένα αστέρι ηλεκτρισμένο, φωτισμένο και καρφωμένο στην κορυφή κάποιου νεκρού ή ψεύτικου δέντρου να εισχωρήσει σαν καφεϊνη στο κορμί μου;
Τέτοιες νύχτες μπορεί απλά να αλλάξει το φόντο. Μέχρι εκεί.
Πάντοτε αναρωτιόμουν που πηγαίνουν όλα αυτά τα αυτοκίνητα τις νύχτες; Ποια κατεύθυνση, ποια διεύθυνση, με ποια πορεία; Από το παράθυρο η λεωφόρος δεν κοιμάται. Μου κρατάει καλή συντροφιά. Περιπολικά, ασθενοφόρα, φρεναρίσματα με "αφυπνίζουν" που και που...
Οι νυχτερινές βάρδιες κυλούν αργά, ειδικά οι μοναχικές ακόμα περισσότερο. Το βιολογικό ρολόϊ ταράζεται μαζί με τον νου και την καρδιά που νιώθει σκιρτήματα σαν κάτι βγει εκτός ελέγχου. Ζω ένα jetlag. Είμαι κομμάτι του. Είμαι αυτό.
Μια γουλιά καφέ, μια μοναξιά, μια εισπνοή, μια εκπνοή και μια ζωή σαν να'ναι κήπος με δίχως "μήπως" και θεραπείες για τα "πρέπει"... ο ουρανός ο λαμπερός όλα τα βλέπει; κι αν είναι νύχτα χωρίς φεγγάρι; Τότε;
Δεν θέλω να πληρώνομαι για να μην ονειρεύομαι όταν θέλω...

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Αντί έναρξης

...Δεκέμβρης. Μεσημεράκι. Άνοιξε τα μάτια της. Είχε χαράξει όταν αποκοιμήθηκε κι έφτασε μεσημέρι, Κυριακή μεσημέρι. Ποτέ της δεν συμπάθησε ιδιαίτερα αυτή την ημέρα. Άνοιξε, όμως, τα μάτια της και με ένα συμμετρικό χαμόγελο νόθευσε την ζωή της ακόμα λίγο. Καλημέρισε όπως κάθε μέρα το μικρό κάδρο, που είχε κρεμασμένο στον απέναντι τοίχο, και άνοιξε στον ήλιο την πόρτα, να μπει στο δωμάτιο...

...και βλέπεις το φως, εσύ ο γυμνός σου εαυτός.


Καλό Δεκέμβρη.