Θυμάμαι έναν καιρό που δεν μπορούσα να προστάξω τα σύννεφα, να έρθουν μέχρι εδώ, να σκοτεινιάσουν οι μέρες, να γίνει χειμώνας.
Θυμάμαι έναν καιρό που δεν μπορούσα να πιάσω κουβέντα στα δέντρα και στα πουλιά, μήπως μπορέσω και δω με άλλο μάτι τον κόσμο.
Όχι, τώρα, πως μπορώ δηλαδή…
Η ικεσία μου, σαν τουφεκιά στην ύπνωσή μου, σαν αμαρτωλό παραστράτημα στα «θέλω», στα «μπορώ» και στα έρμαια κοιτάσματα πολύτιμης ανάπαυσης των ματιών και των χειλιών μου. Μια ευχή, σαν βραδινή προσευχή, θέλω κι απόψε να χαρίσω σε σένα, που είσαι αλλού, πουθενά και παντού, πίνοντας νέκταρ στα στενά του μυαλού.
Τα πληκτροφόρα ταξίδια συνεχίζονται κάθε που αδειάζει ένα μπουκάλι νερό στην πήλινη γλάστρα του δωματίου μου, κάθε που ο εγκέφαλος αποσυντίθεται την ώρα που ερωτεύεται, την ώρα που ξεχαρμανιάζουν τα κύτταρα, κοιτώντας «αυνανιζόμενα» προς το εικονικό τοπίο της όποιας κατάκτησής τους. Χορδές φωνητικές και μη συνεχίζουν να μου κλείνουν το μάτι ακριβώς την στιγμή που η ηχώ επιστρέφει στα αυτιά μου… ακριβώς την στιγμή που μια αγκαλιά κατατροπώνει το περιττόν του πράγματος, και μια αναπνοή, σε έναν σκληρό αντιπερισπασμό, γαντζώνεται από τα κάγκελα του φωταγωγού για να πετάξει ή να βουτήξει. Έτσι απλά, μάλλον, ένα τραγούδι διασπάται σε αισθήσεις και ψευδαισθήσεις. ‘Έτσι απλά, μάλλον, «τεμπελιάζω» μπροστά μου, μπροστά σου και με μια κίνηση ιριδίζουσας «επανάστασης» ανοίγω τις κουρτίνες διάπλατα.
Μια παρέλαση στον ακάλυπτο ανάμεσα σε πατώματα και χώματα ενώ η τρομπέτα δίνει τον ρυθμό για μια κυριακάτικη βόλτα, ίσως και μια απογευματινή βότκα. Μα ξημερώνει Τρίτη; Ε και;
A Sunday smile you wore it for a while…
Μπορεί «μια κουρτίνα εν κινήσει» να παγώσει τον κέρσορα που πριν από λίγο αναβόσβηνε σαν τρελός στην οθόνη; Μπορεί, άραγε να οδηγήσει ένα δαχτυλίδι σε πλήρη περιστροφή στον παράμεσο; Μπορεί να τραβήξει βίαια ωτοασπίδες και λοιπά αντικλεπτικά από την βυθιότητα της ψύξης;
Σε λίγο…
Μια άφιλτρη συνουσία λέξεων ποντάρει στην ρουλέτα όσα λέω και τελευταία στιγμή κάνει την έκπληξη επιλέγοντας «κόκκινο», ενίοτε και πορτοκαλί, όταν φοράω τους κατάλληλους φακούς… ενώ σαν κρύβω το βλέμμα με τα λατρεμένα μου κιάλια όλα είναι πλέον μεγαλύτερα, από τα κόκαλα και τους μύες ως τις υποσχέσεις που καίνε σαν στοματικό διάλυμα τον ουρανίσκο μου.
Κάποιοι το λένε φιλί.
Κάποιοι το λένε πληγή.
Αισθάνομαι τώρα αυτή την ένταση των κινούμενων βλεφάρων ενός ονειρέματος, μιας μαγικής άγνοιας και μιας ηδονικής ανατριχίλας που ανακουφίζει το σφιγμένο μου χαμόγελο ακριβώς μετά το καλωσόρισμα.
Καλώς σε βρήκα, λοιπόν.
Αν σου πω, ότι δεν ξέρω από πού να αρχίσω… τι θα μου πεις;
A Sunday mile we paused and sang.
Ας κλείσω τώρα τις κουρτίνες.