Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Cherry Brandy

Νεφοσκεπής η αίσθηση του αέρα στο κορμί της, που τριγύριζε σαν αγριοχελίδονο από σκεπή σε σκεπή, από σύρμα σε σύρμα, από ώμο σε ώμο. Νεφοσκεπής και η παραίσθηση του δήθεν ισχυρού υετού, που δάγκωνε τα βήματά του από βροχή σε βροχή, από χιονιά σε χιονιά, από ξηρασία σε υγρασία. Κι εκείνη την στιγμή, νεφοσκεπάστηκα κι εγώ με την σειρά μου, να ζαλιστώ, ακούγοντας τους έντονους ψιθύρους που βομβάρδιζαν τα αυτιά μου, ενώ έπινα την πρώτη γουλιά, καθισμένος σε ένα ξύλινο τραπέζι του πρώτου ορόφου, δίπλα στο παράθυρο. Πάντοτε το επέλεγα… σε τρένα, σε αεροπλάνα, σε μπαρ. Οι ψίθυροι έγιναν σιγά σιγά φωνές κι εκείνες… δειλά δειλά κραυγές περιφερόμενες στο χείλος του πηγαδιού του ποτηριού μου. Αλήθεια, είναι πολύ περίεργη αυτή η βουή που σου επιτίθεται ενώ στέκεσαι αμίλητος, πίνοντας μια γουλιά απ’το ποτό σου, είτε είναι η πρώτη είτε η τελευταία… Σε εκείνο το σημείο ελλοχεύει και μια ωχρή χροιά φόβου και μια ερώτηση: Πόσα χρόνια θα φοβάσαι; Δεν βαρέθηκες;

-Ήξερες ότι τα ψάρια δεν ξέρουν ότι βρέχει;
-Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ.
-Κι όμως δεν ξέρουν.
-Κι εσύ πως είσαι τόσο σίγουρος; Σου το είπε κανένα ψάρι;
-O Π. μου το είπε.

Ένας διάλογος κι ύστερα ένα τραγούδι κι ύστερα καπνός στο πρόσωπό μου κι ύστερα ο λογαριασμός.

Έφευγα ενώ η Peggy Lee έκανε την δική της μικρή εξομολόγηση στο καθήμενο κοινό του μπαρ. Άκουσε, άραγε κανείς τι του έλεγε; Άκουσε, άραγε, κανείς τις διαφωνίες του πιανίστα που σκόνταφταν πάνω στα τακούνια της σερβιτόρας ενώ έτρεχε μια από εδώ, μια από εκεί; Μερικά τραγούδια μένουν στο φόντο της όποιας σκηνής, κάτι που κάποιες φορές δεν είναι άσχημο. Όταν όμως στέκει η ζωή σαν φόντο ακόμα και στην μουσική; Τότε; Ίσως αν φανεί τυχερή ή έξυπνη να αρπάξει τον ρυθμό από τις κλακέτες και να τον καταπιεί...

-Θα μείνω λίγο ακόμα.
-Χιονίζει έξω.
-Θα μείνω λιγάκι ακόμα.
-Θα τα πούμε αργότερα, ok;
-Ναι.

Ποια θα πούμε αργότερα; Γιατί δεν τα λέμε τώρα; Εντάξει, όλο και κάτι θα έχουμε να πούμε, μάλλον, αλλά δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η φράση, σκέφτηκα. Όπως σκέφτομαι κάθε φορά που την ακούω από όποια χείλη και αν προφέρεται. Αλλάζει, μεταμφιέζεται για την κάθε περίσταση και δημιουργεί έντονα ή αδιάφορα συναισθήματα μα παραμένει η ίδια κάτω από την φορεσιά. Μια φράση που μπορεί να ειπωθεί με τόσους τρόπους και να σημαίνει κάτι διαφορετικό… Μου το έμαθαν στο θέατρο. Ισχύει.

-Ξέρεις κάτι; Θα μείνω κι εγώ. Μόλις σχόλασα.

Ακούμπησε το ποτό της στο τραπέζι. Ακούμπησα το τραπέζι.

-Γιατί δεν κλείνετε αυτή την τηλεόραση;
-Δικό μου είναι το μαγαζί;
-Δεν μου αρέσει καθόλου. Δεν ταιριάζει εδώ. Δεν το βλέπεις;
-Δικό μου είναι το μαγαζί;
-Τι πίνεις;
-Cherry Brandy.

Ένα ποτό για συνοδεία στα χείλη, και μια στάση σώματος σαν δόση άνοιξης, σαν πολιτικό ψέμα ίσως, σαν φιγούρα σε κόμικς, σαν χρυσόψαρο που θυμάται όλη του την ζωή με λεπτομέρειες.
Ένα ποτό για συνοδεία στα δάχτυλα, και μια γλώσσα σώματος σαν την προπαίδεια που μαθαίνει ένα παιδί απ’έξω, σαν τα πυροτεχνήματα που έριχναν κάθε Πέμπτη βράδυ στο παλιό λιμάνι του Montreal.
Ένα ποτό για συνοδεία στα μάτια και μια γεύση σώματος σαν μια όμορφη γυναίκα που μοιάζει με χιονισμένη νύχτα, σαν ένα ποτάμι που νοθεύει την θάλασσα γλυκά, σαν τα σημάδια που αφήνει το μαγιό στο κορμί, το καλοκαίρι.

-Αν συνεχίσει να ρίχνει έτσι, θα το στρώσει σε λίγο!
-Μακάρι…

Έναν τέτοιο πίνακα ζωγραφικής θέλω στον τοίχο του σπιτιού μου… με αρκετό Brandy, με σιωπηλό χιόνι, με δυο «γυμνά» σώματα σε ένα μπαρ, με αναλλοίωτους ψίθυρους, με ερωτικές σιωπές, με μια ραγδαία εξομολόγηση χωρίς «θα τα πούμε» και «τα λέμε», με ένα φόντο αλκοολούχο και με ένα κλειδί του σολ περασμένο στα κλειδιά μου…

-Πάμε έξω για χιονοπόλεμο;
-Πάμε. Αύριο φεύγω για Λονδίνο.
-Καλά. Πάμε έξω!

Χαμογέλασα.

Έξω η παγωνιά εξορμούσε σαν ζέρμπερα στην παγωμένη μου μύτη, σαν γρήγορη αναπνοή μετά το κυνηγητό, σαν σωτήρια εισπνοή πριν ή μετά το μακροβούτι…

Ευτυχία.

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008

Χορεύουμε;

-Χορεύουμε;

Μονάχα ένας ψίθυρος ξέφυγε δειλά από τα χείλη της, σαν μια ηλιαχτίδα που βγαίνει για σεργιάνι στην βροχή, μα μόλις είχε φτάσει στην είσοδο του αριστερού μου αυτιού, η πόρτα έκλεισε ξαφνικά από έναν άνεμο γρήγορο… σαν εκείνους τους «ανέμους» που γεννιούνται στον νου κάθε που ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα , στην θέα μιας εικόνας, η οποία παγώνει τον χρόνο σε μια στιγμή όμορφη ή τραγική. Δεν άκουσα τίποτα, λοιπόν. Είδα μονάχα το καταφατικό της νεύμα. Έπιασα το χέρι της και μετά… δεν θυμάμαι. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα το ταραγμένο της πρόσωπο να με κοιτάζει με αγωνία, χωρίς να μπορώ να συνειδητοποιήσω, για μερικά δευτερόλεπτα, την κατάσταση ή την διάσταση. Δυο–τρία δευτερόλεπτα που δεν αντιλαμβάνεσαι τι είναι αυτό που αισθάνεσαι εκείνη την στιγμή. Μετά από ένα χάσιμο των αισθήσεων, συνήθως επανέρχεται πρώτα η ακοή. Έτσι έγινε κι εκείνη την φορά, ακολουθώντας η ζωή τον άγραφο νόμο της θεάς φύσης… Η φωνή της, μπλεγμένη με το tango που κρεμόταν από τον σβηστό πολυέλαιο και γλιστρούσε στην συνέχεια στις σκονισμένες κορνίζες των κάδρων ενώ η αντίστροφη μέτρηση πλησίαζε το τέλος. Σιγά σιγά όλες οι αισθήσεις άρχισαν να επανέρχονται και οι συναισθήσεις να λούζονται με το φως των κεριών, το οποίο τους έμοιαζε πρωτόγνωρο, κι ας μην ήταν…

-Είσαι καλά; Πως αισθάνεσαι; Με φόβισες, το ξέρεις; Δεν ήξερα τι να κάνω; Περίμενε, να σου φέρω λίγο νερό. Μην σηκώνεσαι!

Ενώ την έβλεπα να απομακρύνεται, το τραγούδι τελείωσε.
Επέστρεψε με βήμα γρήγορο που θύμισε άλλη μια θεωρία χάους κατά την οποία ο στροβιλισμός του αέρα σβήνει ένα κερί στο δωμάτιο ή ανάβει μια «φλόγα» σε κάποιο άλλο.

-Με φόβισες, το ξέρεις;
-Μην ανησυχείς. Μια χαρά είμαι. Μου συμβαίνει μερικές φορές, συνήθως εξαιτίας κάποιου πόνου.
-Γιατί; Πονάς κάπου τώρα;
-Όχι. Δεν ξέρω.
-Καλά, πιες λίγο νεράκι τώρα.
-Σε ευχαριστώ. Πόση ώρα ήμουν αναίσθητος;
-Όχι, πολύ. Λιγότερο από ένα λεπτό, που μου φάνηκε όμως σαν αιώνας.
-Τόσο βαρετή η παρέα μου, δηλαδή;
-Μου αρέσει που έχεις όρεξη για χιούμορ τέτοια στιγμή.
-Μην ανησυχείς. Πάντως ήμουν αρκετά τυχερός που ήσουν εδώ και ειδικά που εκείνη την στιγμή χορεύαμε.
-Δεν χορεύαμε. Δεν βλέπεις ότι καθόμαστε;
-Μα…
-Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε. Μόλις έπιασες το χέρι μου, λιποθύμησες.
-Είδες; Μου προκάλεσες ταραχή.
-Ναι ,σιγά. Όχι όμως σαν την ταραχή που μου προκάλεσες εσύ.
-Είμαστε πάτσι, λοιπόν.

Χάιδεψε το χέρι μου και σηκώθηκε, κατευθυνόμενη προς την μπαλκονόπορτα. Την άνοιξε, για να ανανεωθεί ο αέρας, όπως μου είπε.

-Να πας σε έναν γιατρό. Μην το αφήνεις. Αν σου συμβεί ξανά και είσαι μόνος σου; Αν είσαι στον δρόμο, τι θα κάνεις τότε;
-Μπορείς σε παρακαλώ, να ανάψεις εκείνο το κερί;
-Κάτι σε ρώτησα, νομίζω
-…και όπως θα πηγαίνεις, πάτησε ξανά το play. Πολύ ησυχία έπεσε εδώ μέσα… Και, εντάξει, θα πάω στον γιατρό.
-Γιατί, τι πρόβλημα έχεις με την ησυχία;

Το πώς ορισμένοι άνθρωποι μπορούν να κινούνται στον χώρο με απίστευτη άνεση, και ειδικά αν δεν έχουν ξαναβρεθεί εκεί… ειδικά αν αυτό συνδυάζεται με μία άνεση στον χρόνο, πάντοτε με εντυπωσίαζε. Το πως ορισμένοι άνθρωποι, δίχως να πουν πολλά λόγια εκφράζουν είτε τα συναισθήματά τους αυτούσια είτε τα θέλω τους, με εντυπωσιάζει επίσης, ειδικά όταν αυτό συνδυάζεται με την «ησυχία».

Η μουσική, ξεκίνησε και πάλι, μονάχα που αυτή την φορά ακούγαμε EspersTi κρίμα που δεν χορεύεται αυτό το κομμάτι, σκέφτηκα. Τουλάχιστον θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε από εκεί που σταματήσαμε... Η αλήθεια, είναι ότι ένιωθα λίγο άσχημα για το συμβάν, κυρίως γιατί φάνηκα αδύναμος σε μια ωραία στιγμή. Έτσι νόμιζα. Σηκώθηκα και βγήκα στο μπαλκόνι. Μου αρέσει να ξεβράζω το βλέμμα μου, κάτι τέτοιες ώρες, κοιτώντας προς τον κοντινό σταθμό του τρένου. Έστω δέκα λεπτά την ημέρα, λένε οι ειδικοί, είναι πάρα πολύ καλό να ατενίζουμε… Πήρα μια βαθιά δροσερή εισπνοή νοθευμένη με το άρωμα των κερασιών της πλατείας και την κράτησα στα πνευμόνια μου…
Στάθηκε δίπλα μου, αθόρυβα και επέτρεψε σε μια ηλιαχτίδα να βγει στην βροχή από το στόμα της.

-Χορεύουμε;

Εκπνοή