
-Ήξερες ότι τα ψάρια δεν ξέρουν ότι βρέχει;
-Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ.
-Κι όμως δεν ξέρουν.
-Κι εσύ πως είσαι τόσο σίγουρος; Σου το είπε κανένα ψάρι;
-O Π. μου το είπε.
Ένας διάλογος κι ύστερα ένα τραγούδι κι ύστερα καπνός στο πρόσωπό μου κι ύστερα ο λογαριασμός.
Έφευγα ενώ η Peggy Lee έκανε την δική της μικρή εξομολόγηση στο καθήμενο κοινό του μπαρ. Άκουσε, άραγε κανείς τι του έλεγε; Άκουσε, άραγε, κανείς τις διαφωνίες του πιανίστα που σκόνταφταν πάνω στα τακούνια της σερβιτόρας ενώ έτρεχε μια από εδώ, μια από εκεί; Μερικά τραγούδια μένουν στο φόντο της όποιας σκηνής, κάτι που κάποιες φορές δεν είναι άσχημο. Όταν όμως στέκει η ζωή σαν φόντο ακόμα και στην μουσική; Τότε; Ίσως αν φανεί τυχερή ή έξυπνη να αρπάξει τον ρυθμό από τις κλακέτες και να τον καταπιεί...
-Θα μείνω λίγο ακόμα.
-Χιονίζει έξω.
-Θα μείνω λιγάκι ακόμα.
-Θα τα πούμε αργότερα, ok;
-Ναι.
Ποια θα πούμε αργότερα; Γιατί δεν τα λέμε τώρα; Εντάξει, όλο και κάτι θα έχουμε να πούμε, μάλλον, αλλά δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η φράση, σκέφτηκα. Όπως σκέφτομαι κάθε φορά που την ακούω από όποια χείλη και αν προφέρεται. Αλλάζει, μεταμφιέζεται για την κάθε περίσταση και δημιουργεί έντονα ή αδιάφορα συναισθήματα μα παραμένει η ίδια κάτω από την φορεσιά. Μια φράση που μπορεί να ειπωθεί με τόσους τρόπους και να σημαίνει κάτι διαφορετικό… Μου το έμαθαν στο θέατρο. Ισχύει.
-Ξέρεις κάτι; Θα μείνω κι εγώ. Μόλις σχόλασα.
Ακούμπησε το ποτό της στο τραπέζι. Ακούμπησα το τραπέζι.
-Γιατί δεν κλείνετε αυτή την τηλεόραση;
-Δικό μου είναι το μαγαζί;
-Δεν μου αρέσει καθόλου. Δεν ταιριάζει εδώ. Δεν το βλέπεις;
-Δικό μου είναι το μαγαζί;
-Τι πίνεις;
-Cherry Brandy.
Ένα ποτό για συνοδεία στα χείλη, και μια στάση σώματος σαν δόση άνοιξης, σαν πολιτικό ψέμα ίσως, σαν φιγούρα σε κόμικς, σαν χρυσόψαρο που θυμάται όλη του την ζωή με λεπτομέρειες.
Ένα ποτό για συνοδεία στα δάχτυλα, και μια γλώσσα σώματος σαν την προπαίδεια που μαθαίνει ένα παιδί απ’έξω, σαν τα πυροτεχνήματα που έριχναν κάθε Πέμπτη βράδυ στο παλιό λιμάνι του Montreal.
Ένα ποτό για συνοδεία στα μάτια και μια γεύση σώματος σαν μια όμορφη γυναίκα που μοιάζει με χιονισμένη νύχτα, σαν ένα ποτάμι που νοθεύει την θάλασσα γλυκά, σαν τα σημάδια που αφήνει το μαγιό στο κορμί, το καλοκαίρι.
-Αν συνεχίσει να ρίχνει έτσι, θα το στρώσει σε λίγο!
-Μακάρι…
Έναν τέτοιο πίνακα ζωγραφικής θέλω στον τοίχο του σπιτιού μου… με αρκετό Brandy, με σιωπηλό χιόνι, με δυο «γυμνά» σώματα σε ένα μπαρ, με αναλλοίωτους ψίθυρους, με ερωτικές σιωπές, με μια ραγδαία εξομολόγηση χωρίς «θα τα πούμε» και «τα λέμε», με ένα φόντο αλκοολούχο και με ένα κλειδί του σολ περασμένο στα κλειδιά μου…
-Πάμε έξω για χιονοπόλεμο;
-Πάμε. Αύριο φεύγω για Λονδίνο.
-Καλά. Πάμε έξω!
Χαμογέλασα.
Έξω η παγωνιά εξορμούσε σαν ζέρμπερα στην παγωμένη μου μύτη, σαν γρήγορη αναπνοή μετά το κυνηγητό, σαν σωτήρια εισπνοή πριν ή μετά το μακροβούτι…
Ευτυχία.