Ήθελα να σου γράψω μέρες τώρα, μα όλο το ανέβαλλα. Ίσως γιατί δεν είχα τι να σου πω. Ίσως γιατί είχα περισσότερα να πω από όσα θα μπορούσα να γράψω. Λένε πως μια φωτογραφία αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Επιχείρησα, λοιπόν, να σου αποστείλω μια κάρτα. Διάλεξα ένα όμορφο τοπίο που μου έμοιαζε με ζωγραφιά, ειδικά κάτω από το φως της έκλειψης, κι έπειτα την στόλισα με κάμποσες λέξεις στην πίσω της επιφάνεια. Όταν είχα ολοκληρώσει με επιτυχία το έργο μου μέτρησα τις λέξεις και τις βρήκα 67. Ήταν εκείνη την στιγμή, μάλλον που αποφάσισα να μην αγγίξω με την γλώσσα μου την κόλλα του λευκού φακέλου. Όχι για να μην κινδυνεύσω να την πληγώσω με μια απότομη, ίσως, κίνηση, μα γιατί το 67 μου έμοιαζε τόσο λίγο μπροστά στο 1000. Έτσι έβγαλα από τον κόπο και την γλώσσα μου. Η κάρτα κοσμεί τώρα το τζάμι της πόρτας που χωρίζει το hall από το σαλόνι. Με δύο κινήσεις μπορώ, τώρα, να προσθέσω ή να αφαιρέσω 933 λέξεις. Απλά επιλέγω πλευρά και ανοίγω ή κλείνω την πόρτα.
Πόσο θα ήθελα με παρόμοια ευκολία να μπαίνω και να βγαίνω σε ένα όνειρο. Τόσο απλά, σαν να ανάβω τσιγάρο, σαν να βάζω μπρος την μηχανή του αυτοκινήτου μου, σαν να αναπνέω. Κι ύστερα να πάψω να θέλω να ονειρεύομαι και να πείθω τον εαυτό μου αποφασιστικά, ίσως και λίγο κυνικά, πως η ζωή είναι ένα όνειρο που μέρα νύχτα το γεύομαι. Σε είδα στον ύπνο μου χθες. Δεν το κατάλαβα ότι ήσουν εσύ. Γιατί έπρεπε να ξυπνήσω πρώτα για να το συνειδητοποιήσω; Απογοήτευση το λένε αυτό το συναίσθημα που βουλιάζει το αγκίστρι του στον λάρυγγα και όσο επιδέξιος κι αν είσαι, δεν μπορείς να το βγάλεις, όταν ξυπνάς μετά από ένα τόσο ζωντανό όνειρο και δηλώνεις ξάστερα την επιθυμία σου να μην είχες ξυπνήσει; Ίσως. Ίσως να το λένε και απάτη.
Έχω ένα κίτρινο φεγγάρι κρεμασμένο στον δυτικό τοίχο. Ανάβει με διακόπτη. Σβήνει με διακόπτη. Το είχα αγοράσει σε τιμή ευκαιρίας πριν χρόνια. Από τότε λούζει απάτες και αγάπες με φως όπως ακριβώς ένα ακριβό σαμπουάν, εμποτισμένο με αιθέρια έλαια, λούζει το κεφάλι με άρωμα. Το άναψα χθες μόλις ξύπνησα. Χασμουρήθηκα δυνατά. Κάποτε κάποιος είχε πει πως όταν ο άνθρωπος χασμουριέται, δεν είναι γιατί νυστάζει, μα γιατί πεινάει. Για ποια πείνα να εννοούσε άραγε;
Ήθελα να σου γράψω μέρες τώρα, μα όλο το ανέβαλλα. Πώς κυλάει η ζωή σου; Εδώ, τα ίδια. Όπως τα ξέρεις. Δουλειά, σπίτι, ζέστη. Τα γνωστά. Άδεια η πόλη ακόμα. Εύκολο παρκάρισμα, τζιτζίκια που τραγουδούν μέχρι τα ξημερώματα, υψηλές ταχύτητες στους δρόμους, χαμηλές ταχύτητες στους παλμούς και αρκετή μουσική. Έκανα και μερικές βουτιές αλλά απέφυγα τα μακροβούτια αυτή την φορά. Σιγά σιγά η επιστροφή θα είναι πάλι γεγονός και για όσους φεύγουν και για όσους μένουν. Μην μου πεις ούτε για τον “κατεργάρη”, ούτε για τον πάγκο του. Δεν θέλω να ξέρω. Θα προτιμήσω την άγνοια ετούτη την φορά. Αλήθεια πάντοτε αναρωτιόμουν πώς να είναι αυτός ο πάγκος. Από τι υλικό να έχει κατασκευαστεί; Είναι γυαλισμένος με βερνίκι; Τι ύψος έχει; Είναι κατασκευασμένος για καθιστούς ή για όρθιους; Αλλά, είπαμε, μην μου πεις.
Η μέρα μικραίνει όσο περνάει ο καιρός και ο ήλιος αγγίζει την θάλασσα όλο και πιο αριστερά. Σε λίγο δεν θα μπορώ να το διακρίνω. Ένα ψηλό κτήριο θα μου κρύβει την θέαση. Το άγγιγμα εκείνες τις στιγμές θα σταματάει, για μένα, στην ταράτσα, στις κεραίες. Πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα όταν τα κοιτάζεις από άλλο σημείο, με άλλη αφετηρία, σε άλλη εποχή. Είναι κάτι σαν το χάδι πάνω σε ένα γυμνό σημείο του κορμιού. Είναι γυμνό το κορμί ή ντυμένο; Είναι κάτι σαν το αναποδογύρισμα του φλυτζανιού του καφέ, για να γεννηθεί ο χρησμός. Είναι κάτι σαν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που της χαρίζουν χρώμα τα μάτια που την κοιτάζουν. Θα ήθελα να δω το χρώμα του κόσμου που φωλιάζει στα μάτια σου. Πόσο κόκκινο είναι το δικό σου κόκκινο; Πόσο μαύρο το δικό σου μαύρο; Φαντάσου να μπορούσαμε να ρυθμίσουμε το contrast και να παγιδεύσουμε τα σύννεφα στην ισορροπία του δικού μας λευκού. Φαντάσου να ξάπλωνες επάνω στο ορθοπεδικό στρώμα της πραγματικότητας και να χάζευες μέσα από τρισδιάστατα βλέφαρα το περιβάλλον. Φαντάσου να μπορούσες να τα δοκιμάσεις όλα αυτά και τελικά η εικόνα να μην άλλαζε καθόλου. Λες να μην άλλαζε;
Με ένα τηλεσκόπιο στραμμένο προς τα σπλάχνα θα ήθελα να πληκτρολογώ και να ανακαλύπτω στους τόνους και στις παρενθέσεις, υφέσεις και διέσεις. Να γυρίζω πλευρό στο μαξιλάρι μου και να μην με νοιάζει το άνοιγμα να είναι πάντα από την δεξιά πλευρά. Να περνάω κάτω από τις αναμμένες λάμπες των δρόμων τις νύχτες και να ξέρω αν θα σβήσουν ή όχι. Να μην φοβάμαι να βουτήξω με τα ρούχα στο κύμα της πρώτης βροχής του χρόνου και να ξεθάβω από το σπασμένο πλακάκι στο μπάνιο έναν πολύτιμο θησαυρό. Να ματώνω και να μην πονάω, να γελάω πιο πολύ από το να χαμογελάω, να μην χτυπάω κάρτα στην είσοδο της δουλειάς και να μην ξεκλειδώνω την πόρτα για να μπω στο σπίτι. Να μην περιμένω τον χειμώνα το καλοκαίρι και να μην περιμένω το καλοκαίρι τον χειμώνα, να ζωγραφίζω σπιράλ μέχρι να τελειώσει το μελάνι. Να σε παίρνω από το χέρι και να πηγαίνουμε ατελείωτες βόλτες, να φωνάζω, να σωπαίνω, να κάνω έρωτα, να νιώθω έρωτα.
Με ένα τηλεσκόπιο στραμμένο προς το έδαφος θα ήθελα να βγάζω εισιτήριο χωρίς επιστροφή, για βελούδινα κι ακάνθινα και να μην αναρωτιέμαι γιατί. Να βγάζω εισιτήριο και να πηγαίνω να πιω παγωμένο τσάι στην είσοδο ενός igloo, να χορεύω tango μέσα σε μια ινδιάνικη σκηνή, να παίζω πιάνο κι εσύ να μουρμουρίζεις τα λόγια που δεν θυμάσαι. Να σε ξαναβλέπω να στέκεσαι γυμνή στην άκρη της γέφυρας και να μην μπερδεύω το παρόν με το παρελθόν. Να κάνω ηλιοθεραπεία για την θεραπεία και μόνο γι αυτήν, και να ξεκουράζομαι στο πάτωμα όπως τα πουλιά στον ουρανό. Να κλείνω το κινητό μου και να μην βιάζομαι να το ξανανοίξω, να θέλω εσένα, να θέλω εμένα. Θα ήθελα να πετούσα πέτρες επάνω στην επιφάνεια του νερού κι εκείνες να γύριζαν σαν μπούμερανγκ πάλι πίσω στα χέρια μου.
Με ένα τηλεσκόπιο στραμμένο προς τον ουρανό θα ήθελα να κάνω τις σπονδές μου να μοιάζουν με σπουδές και τα υστερόγραφα με card-postals, να λέω αλήθεια, να ζω σε παραμύθια, να χάνομαι για ώρες σε πλακόστρωτα στενά, να σκαρφαλώνω σε δέντρα, να μην χρειάζομαι πυξίδες και κλεψύδρες, να μην βαφτίζω την επιστροφή καταστροφή και αντιστρόφως. Να μην βιαζομαι, να σκοντάφτω, να μαγειρεύω αφού πεινάσω, να σου μαγειρεύω. Να μην μνημονεύω τελείες και παύλες και να μην αναρωτιέμαι αν “δυο λάμδα θέλει τώρα η Γαλλία ή ένα”. Να χαϊδεύω κάκτους, να ψάχνω άρκτους, να βρίσκω δύναμη, να απεγκλωβίζω αυτοπεποίθηση, να μην σε περιμένω.
Όνειρα γλυκά...
Υ.Γ. : Ήθελα να σου γράψω νύχτες τώρα, μα όλο το ανέβαλλα.