Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Sabotage Primitive

[ photo: by CRAZYCOW ]

Έχεις κάνει πατινάζ στην επιφάνεια μιας παγωμένης λίμνης; Έχεις ξαπλώσει ανάσκελά ανάμεσα σε στάχυα; Έχεις περπατήσει με πόδια γυμνά πάνω σε άσφαλτο; Έχεις πιει τις σταγόνες της βροχής που στάζουν από ένα πλατανόφυλλο; Έχεις απομνημονεύσει τα πρώτα είκοσι δεκαδικά ψηφία του «π»; Έχεις κρυφτεί στην ντουλάπα σου; Έχεις κοιτάξει κάτω από το κρεβάτι σου την νύχτα; Έχεις μετρήσει αστέρια σε μια νύχτα δίχως φεγγάρι μακριά από τα φώτα της πόλης; Έχεις κάνει έρωτα πάνω στην άμμο; Έχεις βυθίσει τα χέρια σου μέσα στο χώμα; Έχεις ουρλιάξει ανάμεσα στο πλήθος; Έχεις κοιμηθεί σε δεντρόσπιτο; Έχεις τραγουδήσει με μόνη μουσική συνοδεία τον ήχο του τρένου στις ράγες; Έχεις δοκιμάσει νέες άγνωστες γεύσεις με μάτια κλειστά; Έχεις χορέψει με τέμπο τους παλμούς της καρδιάς σου; Έχεις προσευχηθεί με φωνή δυνατή; Έχεις ονειρευτεί ότι ξύπνησες; Έχεις παρατηρήσει τους συνεπιβάτες σου όταν χαζεύουν έξω από το παράθυρο του υπόγειου σιδηροδρόμου; Τί κοιτάζουν; Έχεις περάσει κάτω από μια λάμπα του δρόμου για να δεις αν θα σβήσει; Έσβησε; Έχεις δει την ανατολή ενώ στέκεσαι στην κορυφή ενός βουνού; Έχεις βαφτίσει το φυτό που φιλοξενείς στο γραφείο σου; Έχεις υψώσει την γροθιά σου στον αέρα διεκδικώντας τα «θέλω» σου; Έχεις εξεγερθεί; Έχεις ερωτευτεί;

Κάπως έτσι μια Εμπειρία Ζωής ανεβαίνει την σκάλα του μικρού αεροπλάνου, επιλέγει μια ελεύθερη θέση και κάθεται συνήθως δίπλα σε παράθυρο. Κρυφά τσεκάρει και ποιος κάθεται στην δίπλα θέση. Μια όμορφη παρουσία μειώνει το ρίσκο μιας αδιάφορης διαδρομής. Μπορεί και όχι. Αυτό είναι όμως το ταξίδι. Έτσι δεν λένε οι σοφοί; Κι έτσι σιγά σιγά μετά τα πρώτα βλέμματα, έρχονται οι πρώτες λέξεις, οι σκέψεις, οι ιστορίες, οι εκμυστηρεύσεις ίσως, τα πρώτα χαμόγελα. Το πρώτο ραντεβού και το πρώτο φιλί θα απογειωθούν μετά την προσγείωση του αεροπλάνου. Θα έχουν μεσολαβήσει ανταλλαγές μουσικών επιλογών, πολιτικών διαφοροποιήσεων και εκπνοών. Οι αντιφάσεις θα φέρουν το πάθος, οι διατάσεις την χοροθεραπεία, η σιωπή την ενοποίηση και η ελευθερία την γονιμοποίηση.

Κι εκεί, μεταξύ γης και ήλιου, γεννιέσαι. Μια Πρωτόγονη Έκφραση* ενώνει τα σημεία του ορίζοντα με τις αισθήσεις σου. Σαν ομφάλιος λώρος από σώμα σε σώμα. Ορατών τε πάντων και αοράτων. Γυμνάζεις την σάρκα σου, εκπαιδεύεις την ψυχή σου, ξεκλειδώνεις το νου σου. Το κλειδί το ρίχνεις στην τσέπη σου και χαμογελάς κρυφά. Όποιος γνωρίζει, θα το δει να φεγγοβολά κάτω από το ύφασμα, ενώ διασχίζεις έναν πολυσύχναστο δρόμο. Κι ύστερα θα σου αφιερώσει χάδια, ιαχές, οργασμούς, συνθήματα, φιλιά, στουπιά αναμμένα, λουλούδια ανθισμένα, απότομα φρεναρίσματα, επιτόπιες επιταχύνσεις, σοκολάτες με cranberries, δάκρυα, απώλειες, συνήθειες, κρουαζιέρες σε λίμνες, εκπλήξεις, εκρήξεις, ησυχίες.

Κάπως έτσι μοιάζει ένα Σαμποτάζ στην Πραγματικότητα. Μοιάζει με σένα ενώ κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι. Θυμίζει κάτι από τις έφηβες περιπλανήσεις σου και τις ανέμελες βόλτες με κοντομάνικο τον Δεκέμβρη. Φέρνει στάχτες από εσωτερικές φωτιές και τις αναμιγνύει με την περιπλανώμενη γύρη του Μαΐου. Γίνεται μούσκεμα στο αποχαιρετιστήριο μπουγέλο της τελευταίας τάξης του σχολείου και στεγνώνει στις μεσημεριανές ζέστες του Αυγούστου. Παίζει κρυφτό σε εγκαταλελειμμένα σπίτια και κυνηγητό σε κεντρικές πλατείες την ώρα αιχμής. Μοιάζει με το κράτημα των χεριών σε ένα βραδυνό περίπατο στο πάρκο, και με τις ερωτικές εξομολογήσεις με ή δίχως ανταπόκριση. Θυμίζει κάτι από έκλειψη σελήνης, κάτι από ηλιοβασίλεμα. Αντέχει στην σιωπή και λαχταρά την κραυγή. Μασκαρεύεται στο καρναβάλι και στέκει σαν ολόγυμνη φιγούρα πίσω από την κουρτίνα του απέναντι διαμερίσματος. Τραγουδάει τόσο δυνατά που βραχνιάζει, ψιθυρίζει τόσο απαλά που γαργαλάει τα αυτιά. Χτυπάει σαν τηλέφωνο την νύχτα και τρίζει σαν παλιά πολυθρόνα του παππού και της γιαγιάς. Μυρίζει σαν νυχτολούλουδο τα πρωινά και σαν μπαρούτι τις νύχτες. Πατάει στο χώμα με πέλματα σταθερά και ελαφρώς λυγισμένα γόνατα. Πίνει καφέ τις νύχτες πριν ξαπλώσει και βαλεριάνα το πρωί. Σου θυμίζει τους γονείς σου όπως ήταν πριν γεννηθείς και τα αδέρφια σου στην κούνια. Είναι το λαμπάκι νυκτός σου και η πρώτη ρουφηξιά από το τσιγάρο σου. Εϊναι η στίβα των βιβλίων σου και ο πάκος με τις ξεχασμένες σου κασέττες. Τρέχει σαν σαλιγκάρι μετά την βροχή και μοιάζει με σκύλο που κουνάει την ουρά του όταν θέλει παιχνίδι. Θυμίζει λίγο από την γεύση του ανθού αλατιού και κάτι από μέλι ανθέων. Είναι τέχνη πολεμική και κατάγεται από το πρώτο χαμόγελο που σου χάρισαν και ανταπέδωσες. 

Κάπως έτσι μοιάζει ένα Σαμποτάζ στην Πραγματικότητα. Με αλληλεγγύη και με πολιτισμό. Είναι ίσως το ποιο πολιτικοποιημένο απολιτίκ στοιχειό της φύσης. Σιχαίνεται τους ζαμανφουτισμούς και τους ιμπεριαλισμούς. Λατρεύει τους χρησμούς. Μαθαίνει ξένες γλώσσες για να μην γερνάει ο εγκέφαλος και δοκιμάζει νέες γεύσεις για να κερδίζει χρόνο ζωής. Πιστεύει ότι κάθε Χούντα δικαιούται μια Αντίσταση,  κάθε ποταμός έναν χείμαρρο, και κάθε αστέρι μια ευχή. Κι όταν έρθει εκείνη η στιγμή να σε ζητήσει σε χορό δεν μπορείς να αρνηθείς. Δεν θέλεις. Δίνεσαι ολοκληρωτικά, ντύνεσαι τα στολίδια σου και τα ταξίδια σου και κηρύσσεις επανάσταση μυαλών και ανάσταση συναισθημάτων. Και είναι αμφίδρομα μονόδρομος. Ο μονόδρομός σου. Εσύ.





Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

γλυκιά νοθεία


Βηματίζεις. 
Μαγνητίζεις, μαγνητίζεσαι.

Πόσες φορές φόρεσες τα ρούχα σου ανάποδα; Πόσα φορές τρύπωσε στο νου σου το αν έχεις εμπνεύσει λέξεις ή νότες ή χρώματα; Πόσα μεσημέρια μουρμούρισες κάποιο τραγούδι ενώ πότιζες τα λουλούδια σου; Πόσες χορεύτικές κινήσεις των χεριών χρειάζονται για μια πλεξούδα των μαλλιών σου; Πόσα φανάρια κόκκινα έθεσαν σε παύση μια βιαστική διαδρομή σου; Πόσα χάδια στην πλάτη σου σε οδηγούν ασφαλή στις περιπέτειες των ονείρων σου; Πόσα κέρματα έχεις στο πορτοφόλι σου; Πόσα δάκρυά σου έχουν στάξει στο έδαφος; Πόσες γουλιές αντέχει το κοκτέιλ στο ποτήρι σου; Πόσους υπότιτλους έχεις συγχρονίσει για να δεις τις αγαπημένες σου σειρές; Πόσες φορές έχεις ρίξει νερό στο πρόσωπό σου όταν ξυπνάς; Πόσα σκαλοπάτια έχεις ανεβοκατέβει σε λεωφορεία, σε τρένα, σε αεροπλάνα; Πόσες φορές θέλησες να παγώσεις τον χρόνο σε ένα βλέμμα διασταυρωμένο; Πόσα όχι έχεις προφέρει σε προτάσεις εξόδου; Πόσο ήλιο έχεις στα μαλλιά σου; Πόσο φεγγάρι στις βλεφαρίδες σου; Πόσες φωτογραφίες έχεις ανεβάσει στο internet; Πόσα παγάκια έχεις στην κατάψυξή σου; Πόσους οργασμούς έχεις βιώσει; Πόσες φορές έχει πάρει μια χούφτα άμμο από τον βυθό και την έφερες μαζί σου στον αφρό; Πόσα ηλιοβασιλέματα έχεις δει κρατώντας ένα χέρι αγαπημένο; Πόσες φορές έχεις εκραγεί από θυμό; Πόσες φορές έχεις περπατήσει ξυπόλητη σε άσφαλτο;  Πόσο σε θέλω!

Η μικρή ζωή των τριών γραμμάτων και των μεγάλων θαυμάτων είναι κρυμμένη κάτω από το μαξιλάρι σου, είναι σταγόνα που κυλάει έξω από την κούπα με την σοκολάτα σου, είναι οι αριθμοί και οι ρυθμοί, τα κόμματα, τα ερωτηματικά και τα θαυμαστικά. Κι αν κοιτάξεις λιγάκι καλύτερα θα την δεις να κάθεται εκεί στην κορυφή όλων των "Π" των πιο πάνω ερωτήσεων, άλλες φορές οκλαδόν, άλλες με τα πόδια αφημένα να κρέμονται από ψηλά κι άλλες ξαπλωμένη να κοιτάζει ουρανούς ψάχνοντας αστέρια ανάμεσα στις τελείες, τους τόνους και τα αποσιωπητικά. Και κάπως έτσι, ξαφνικά,  η μικρή ζωή βουτάει από ψηλά, σαν ζάχαρη κρυσταλλική σε ένα βαζάκι αλάτι. Γλυκιά νοθεία.

Έτσι κι εσύ νοθεύεις στιγμές. Αρωματίζεις το κορμί σου, βάφεις τα μαλλιά σου, ζωγραφίζεις τα νύχια και τα χείλη σου, βαθαίνεις τις σκιές σου, ενυδατώνεις την επιδερμίδα σου, στάζεις αλκοόλ στην γλώσσα σου, χαρίζεις τροφή στο στομάχι σου, ασκείς το σώμα σου, βολτάρεις το βλέμμα σου, ελευθερώνεις την φωνή σου. Κάποιες μέρες γράφεις, κάποιες άλλες διαβάζεις, αγκαλιάζεις, αγκαλιάζεσαι, κι εκεί στην άνω τελεία της μέρας σου παίρνεις φόρα κι άλλοτε βουλιάζεις, άλλοτε πολεμάς. Βηματίζεις. Μαγνητίζεις, μαγνητίζεσαι.Και σαν μαγνήτης φέρνεις κοντά σου επιθυμίες ετερώνυμες. Εκείνες που προσφέρουν χαμόγελα σε σένα και τους γύρω σου, τις αφήνεις εντός σου να γίνουν χρυσαλλίδες, να μεταμορφωθούν σε "θέλω". Σε θέλω.

Έτσι μεταμορφώνεται ο κόσμος. Ο καιρός, το σύμπαν, ο μικρόκοσμος. Οι άνθρωποι που ζουν δίπλα σου, που ζουν μαζί σου. Εκείνοι που "έφυγαν" για τόπους μαγικούς. Οι συγγενείς, οι φίλοι σου, οι συνάδελφοί σου, οι σύντροφοί σου, οι συνταξιδιώτες σου. Κάποιες στιγμές έρχεται ένα γεγονός που σε ενώνει μαζί τους, και κάποιες άλλες σε απομακρύνει. Όσο απέχει η άνοιξη από το φθινόπωρο. Ή όσο το φθινόπωρο από την άνοιξη, αν προτιμάς. Ο Jean Giraudoux είπε κάποτε ότι: "Αυτοί που κλαίνε, συνέρχονται πιο γρήγορα από αυτούς που χαμογελούν". Κλάψε όσο χρειάζεσαι λοιπόν, αλλά να ξέρεις ότι το δικό σου χαμόγελο δεν το αλλάζω με τίποτα. Ούτε εκείνο που γεννάς εσύ στο πρόσωπό μου. Κι ας καθυστέρησε η μεταμόρφωση, κι ας πήρε λίγο παραπάνω χώρο από το χρόνο μου. 

Οι συνθήκες είναι κατάλληλες. Τώρα που πιάνουμε πάτο, τώρα είναι που θα νικήσουμε. Γιατί ενώ όσοι θέλουν να μείνουμε εκεί κάτω στα σκοτεινά, δεν γνωρίζουν ότι εμείς ανακαλύπτουμε κοράλλια και νέες μορφές ζωής. Και με ένα αντιπολεμικό ρεσάλτο φέρνεις το κορμί σου και το αφήνεις δώρο στις αντανακλάσεις της επιφάνειας. Πάρε εισπνοή λοιπόν και κοίτα γύρω. Είμαστε πολλοί και ανταλλάσσουμε εκπνοές και φιλιά και χάδια και ιαχές και ψιθυρίσματα. Σ'αγαπώ. Άυτό είναι που νοθεύει όλες τις παραλύσεις που αφήσαμε να προσεγγίσουν απειλητικά. Μη φοβάσαι πια. Μοσχοβολάει ο αέρας  στο όνομά σου.






Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

φιλί στο στόμα



Μια ζώνη βιομηχανική στο βλέμμα,  μια καραμέλα στα χείλη, αλάτι ακατέργαστο στα δάχτυλα και μια ανθισμένη αμυγδαλιά στους αστραγάλους.

Έναν καιρό και μια φορά, ένα όνειρο γλυκό κι έφηβο, σαν από αυτά που εύχεσαι σε πρόσωπα αγαπημένα τις νύχτες και σαν εκείνα που η γεύση τους μένει στον ουρανίσκο και μετά το ξύπνημα,  δραπέτευσε από τον ύπνο μιας νεαρής κοπέλας. Το ‘σκασε ενώ η συνεργός του, η Καρδιά, φιλούσε τσίλιες μην το πάρει είδηση ο Μορφέας και σημάνει συναγερμό στο Νου. Μετά από μερικά λεπτά σαν έγινε αντιληπτή η απόδραση ο Νους έστειλε μαζί με την φρουρά του την Τάξη, την Λογική και την Ασφάλεια να ψάξουν παντού και να μην επιστρέψουν χωρίς το Όνειρο. Έπρεπε να προλάβουν πριν ξημερώσει γιατί διαφορετικά ο Ήλιος θα δυναμώσει το Όνειρο κατά την διάρκεια της μέρας, θα το ενηλικιώσει, και ίσως τη νύχτα εκείνο προσπαθήσει να προκαλέσει εξέγερση Ονείρων. Σε αυτή την περίπτωση, έλεγε ο Νους, θα βρουν ευκαιρία και οι Εφιάλτες να το σκάσουν με την σειρά τους και τότε… Κάπου εκεί σταματούσε με στόμφο και περισυλλογή, αφήνοντας να εννοηθούν τα χειρότερα για όσους είναι ξύπνιοι  ή κοιμούνται. «Τα Όνειρα θα προκαλέσουν χάος κι εντροπία στον έξω κόσμο!», φώναζε.

Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τα χρώματα του έξω κόσμου. Και τα φώτα της πόλης, τις βιτρίνες, τα αυτοκίνητα, τους άυπνους διαβάτες, τα ποδήλατα. Άκουγε τα νυχτοπούλια, μύριζε αρώματα από λουλούδια και από φούρνους. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά και η Πανσέληνος του χαμογέλασε. Πίσω από μια πράσινη κουρτίνα ερχόντουσαν ήχοι από γέλια και τραγούδια. Ένας σκύλος του γαύγισε σαν πέρασε από δίπλα του κι ύστερα κούνησε την ουρά του. Διάβασε λόγια σε τοίχους και σε παγκάκια κι έμεινε να κοιτάζει για ώρα τις ζωγραφιές των καλλιτεχνών του δρόμου. Το Όνειρο είχε μαγευτεί πέραν από κάθε αμφιβολία. Σκέφτηκε πως και τα άλλα Όνειρα έπρεπε να δουν αυτή την ομορφιά. Μέχρι την επόμενη νύχτα που θα έχει ενηλικιωθεί θα προσπαθήσει να τα βοηθήσει να αποδράσουν και να πάνε μια εκδρομή ίσως και μακάρι να θέλει και η Καρδιά να έρθει μαζί. Ήξερε πως θα το κυνηγήσουν αλλά αν προσέξει την επόμενη νύχτα, δεν θα μπορέσει κάνεις να τα σταματήσει. Είχε πίστη ότι ο Νους θα ρίξει αντιστάσεις, θα παραδοθεί μετά και θα ακολουθήσει τα Όνειρα στο ταξίδι. Μάλλον θα τον χρειαζόντουσαν σε στιγμές που θα είχαν χάσει την Ισορροπία μετά από κάποιο καλό μεθύσι ίσως. Χαμογέλασε. Κρύφτηκε μέσα σε ένα ζαχαροπλαστείο, κάτω από τον πάγκο με τις σοκολατόπιτες, αφού πρώτα έφαγε μια κρέμα καραμελέ. Ξάπλωσε για λίγο, μέχρι να έρθει ο Ήλιος και έμεινε να χαζεύει τα σχέδια των καπνών που έβγαιναν από τα ψηλά φουγάρα των βιομηχανιών στο βάθος του δρόμου. Το φεγγάρι από τον φεγγίτη του έκλεισε το μάτι κι έτσι απλά αφέθηκε το Όνειρο κι αποκοιμήθηκε.

Οι πρώτες ηλιαχτίδες την ξύπνησαν. Είχε ψύχρα ακόμα. Ο καιρός όπου να ‘ναι θα γλυκάνει και ο Χειμώνας θα δώσει ένα φιλί στον στόμα της Άνοιξης, θα της ψιθυρίσει ένα «σε θέλω» κι ένα «σ’αγαπώ» και θα αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της. Η νεαρή κοπέλα σηκώθηκε από το κρεββάτι της. Ήταν πολύ νωρίς. Άνοιξε τις πράσινες κουρτίνες και το παράθυρο για να αεριστεί ο χώρος. Φόρεσε κάτι πρόχειρο και πήγε γρήγορα στο ζαχαροπλαστείο απέναντι. Μια κρέμα καραμελέ για πρωινό Κυριακής θα ήταν ό,τι καλύτερο. Συνήθιζε από μικρή να ρίχνει στην καραμέλα δυο τρεις κόκκους από ακατέργαστο αλάτι που μάζευε τα καλοκαίρια στην θάλασσα. Έτσι απογειώνεται η γλύκα, έλεγε πάντα. Με λίγη αντίφαση, δυο δόσεις εντροπίας και μια μεζούρα αλάτι. Βάζοντας και λίγο πιπέρι εκτοξεύεται!  Με βήμα ήσυχο και σταθερό, σχεδόν συνωμοτικά, διέσχισε την λεωφόρο των βιομηχανιών, όπως λεγόταν. Τι οξύμωρο! Μια τέτοια λεωφόρος, με τέτοιο όνομα να έχει τόσα χρώματα και τόσα αρώματα. Άνθη αμυγδαλιάς είχαν ντύσει τα πεζοδρόμια. Το καμπανάκι της πόρτας ήταν σε Λα. Λιγάκι ξεκούρδιστο αλλά Λα. Αυτό σκέφτηκε και χαμογέλασε. Η Ζωή πήγε γρήγορα στον πάγκο με τις σοκολατόπιτες, γονάτισε, έκλεισε τα μάτια και είπε «Καλημέρα!».

Μια ζώνη βιομηχανική στο βλέμμα,  μια καραμέλα στα χείλη, αλάτι ακατέργαστο στα δάχτυλα και μια ανθισμένη αμυγδαλιά στους αστραγάλους. Η Ζωή ταξιδεύει. Από σπίτι σε ζαχαροπλαστείο, από άσφαλτο σε άμμο, από οργασμό σε όνειρο, από ελευθερία σε εφηβεία,  από έρωτα σε δημιουργία, από αλάτι σε ζάχαρη, από κόλαση σε παράδεισο, από σιωπή σε τραγούδι, από επιθυμία σε νίκη. Η Ζωή αναστενάζει, στεναχωριέται, δακρύζει, κλαίει κι ύστερα αναπνέει πάλι. Χωρίζει, ερωτεύεται. Όταν βλέπει ένα σαλιγκάρι στο πεζοδρόμιο το σηκώνει και το ακουμπάει σε ένα δέντρο. Τρέχει με το αυτοκίνητό της αλλά φρενάρει απότομα αν δει ένα περιστέρι μπροστά της. Λατρεύει τους λωτούς και της αρέσει το κρυφτό. Βγάζει τα παπούτσια της και περπατάει ξυπόλητη στους χωματόδρομους του πάρκου. Είναι σκέτο πειραχτήρι. Πετάει σαΐτες από το παράθυρο του γραφείου της και ρίχνει καραβάκια χάρτινα στο σιντριβάνι της πλατείας, τα απογεύματα που πηγαίνει βόλτες με την παρέα της. Βγάζει κρυφές φωτογραφίες στο μετρό, στο λεωφορείο. Παίζει ακκορντεόν και χορεύει με τους περαστικούς σε πεζόδρομους.   Τα πρωινά λύνει τα μαλλιά της και αφήνει τον αέρα στο παιχνίδι τους. Τις νύχτες βουλιάζει σε λέξεις αλκοολούχες, κάνει graffiti σε δέρμα γυμνό και δίνει φιλιά στο στόμα. 



Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

el tango de unidad



κι όταν χάνεις τον εαυτό σου
ντύνεσαι την σάρκα σου
αδειάζεις το μυαλό σου
γύρνα το βλέμμα, κοίτα γύρω
"δεν θα σε σύρω" πες στα βήματα και στην σκιά σου
να κοιτάς τον ουρανό και να θυμάσαι
πόσα χρόνια θα φοβάσαι; δεν βαρέθηκες;
στα ύψη βρέθηκες και σε μαγγανοπήγαδα

και στη δροσιά στα φυλλώματα των δέντρων το πρωί
αυτή την ώρα που η ζωή μοιάζει με γέννηση
λευκή παραίνεση και χώρος σπονδής
του έρωτα, της βόλτας, της φωνής
είναι η αλήθεια αρκεί να το πιστέψεις
λίγο μωβ να κλέψεις παρέα με μια δόση πράσινο
άσχημο το όνειρο ή όμορφο;

καμιά φορά η άγνοια είναι ευτυχία
μια συνοδεία του "εδώ"
μια συνουσία του "εκεί"
μια διαμονή μες στην παλάμη σου
μια κούραση γλυκιά στα πέλματά σου
στα θαύματά σου

να βρίσκεσαι σε καταιγίδες μέσα
να μπουμπουνίζει στους παλμούς σου
και οι σταγόνες κούνια να κάνουν στις βλεφαρίδες σου
κι ύστερα
να είσαι ένα με τον ήλιο, βάλε στα χείλη φεγγάρια, χαμογέλα
και ο γυμνός σου εαυτός να τραμπαλίζεται
από τον αφαλό σου μέχρι τον ουρανίσκο σου

και άπλωσε το βλέμμα γενναιόδωρα σ’ εκείνους που δεν μπορούν να θυμηθούν
αν έχει ζάχαρη στη σοκολάτα τους
αν είναι ρίγος τούτο εδώ στην πλάτη τους
γιατί το ζουν
αφήνονται να ξεχνάνε
αγαπούν.


οι φράσεις σε χρώμα της ανήκουν.