Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Swimming or Sinking...


Αγαπημένα μου μάτια,

...πάει καιρός από την τελευταία φορά που επέτρεψα στις λέξεις μου να βυθιστούν και να κολυμπήσουν γυμνές μέσα στο αίμα σου. Ξέρεις, εκείνες που δεν αρέσκονται στις αντικανονικές προσπεράσεις, και στις υπόγειες διαβάσεις περνούν με βήμα ταχύ, χωρίς να κοιτάζουν πίσω. Στο μυαλό τους, τέρατα ανθρωπόμορφα γλείφουν τα χνάρια που αφήνουν τα πόδια τους στην άσφαλτο. Γι αυτό δεν κοιτάζουν πίσω και σαν βγουν στην επιφάνεια, φοράνε το ωραίο τους χαμόγελο και ξεκινάνε την βόλτα τους απο το χαρτί μέχρι τον αέρα, για να σαγηνεύσουν... Ακόμα δεν τους έχει πει κανείς ότι η σιωπή δεν είναι εχθρός τους. Ίσως και να είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί τους, αλλά να μην το έχει συνειδητοποιήσει ακόμα, ή κι ακόμα πιο απλά να διστάζει να το παραδεχθεί.

Πάει καιρός λοιπόν κι έτσι σου γράφω στο τέλος αυτού του Οκτώβρη, για να προλάβω τον χειμώνα που έρχεται. Εδώ είναι καλοκαίρι ακόμα. Ένα περίεργο καλοκαίρι, όπου άλλοι φορούν μακρυμάνικα, άλλοι κοντομάνικα. Άλλοι τρέπονται σε φυγή εξαιτίας του κρύου και άλλοι εξαιτίας της ζέστης. Θέμα επιλογών είναι και αυτό, άλλωστε. Όπως η ζωή. Όπως εγώ, όπως κι εσύ. Τί λες λοιπόν; Κρουαζιέρα στον Ισημερινό ή βαρκάδα σε κάποιον από τους Πόλους;

Πως κυλάει η ζωή σου; Εδώ όπως τα ξέρεις. Σήμερα ακούμπησα στα χείλη μου μια γεύση που ταξίδεψε μαζί μου πάνω από τα σύννεφα πριν από 8 περίπου μήνες, για να προσγειωθεί στο στομάχι μου. H επιγραφή της συσκευασίας αναφέρει πως το ρόφημα αποτελείται από διάφορα συστατικά. Ωραία η ποικιλία στις αισθήσεις και γόνιμη για την καταπολέμηση της μελαγχολικής αντίδρασης. Φαντάσου να κερδίζεις χρόνο ζωής, όπως λένε εκεί στην ανατολή, κάθε που δοκιμάζεις μια νέα γεύση; Διατηρείς το πνεύμα σε εγρήγορση, όπως με την εκμάθυνση ξένων γλωσσών, με τα ταξίδια, με τους αγώνες, με τον έρωτα.

Δεν νομίζω ότι έχω αλλάξει πολύ, τελευταία. Λες να έχει διαρρεύσει το μυστικό ότι οι άνθρωποι εν τέλει δεν άλλάζουν και να τα έχουμε παρατήσει; Εξελίσσονται όμως... είτε "τουλάχιστον" είτε "το πολύ". Γι αυτό δεν γουστάρω να μάθω για το μέλλον. θέλω να με εκπλήξει η στιγμή. Θέλω να συνεχίσει να με ξαφνιάζει κι εγώ να την ερωτεύομαι πιο πολύ, αν γίνεται πιο πολύ... Κατά τα άλλα, μάλλον καλά. Ακόμα δεν έχω βρει κάποια νέα αγαπημένη ταινία, ούτε αλλη αγαπημένη μουσική. Συνεχίζω να επιθυμώ να φύγω από την χώρα. Αλήθεια, εσύ που βρίσκεσαι αυτόν τον καιρό; Επέτρεψες σε κορμί και σάρκα να συναντηθούν ή όχι ακόμα; Αναρωτιέμαι συχνά αν αυτό είναι ένα ειδος αυτοτιμωρίας, ή αυτοεξορίας. Τί σημασία έχει όμως; Αν περνάς καλά, μην μασάς.

Σκεφτόμουν τις προάλλες πως όταν με ρωτούσαν όταν ήμουν μικρός, τί θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, δεν απαντούσα τίποτα. Αν κάποιος με ρωτούσε τώρα, πάλι δεν θα απαντούσα. Μονάχα που τώρα συν τις άλλοις θα χαμογελούσα. Η τέχνη του χαμόγελου είναι σαν την τέχνη του κολλάζ. Μπορεί να σημαίνει τόσα πολλά πράγματα είτε για τον πομπό είτε για τον δέκτη... Μπορεί όμως να μην σημαίνει και απολύτως τίποτα. Γι αυτό με εξιτάρει ένα χαμόγελο. Μπορεί να με καθυσηχάσει, να με αφήσει αδιάφορο ή χωρίς αυδό. Και τότε είναι που δεν με νοιάζει αν έχω φύγει από την χώρα, αν εξελίσσομαι, αν αξίζω τον κόπο, αν με θέλει. Μου αρκεί εκείνο το χαμόγελο. Βρήκα κι ένα νέο παιχνίδι που λες! Ενεργοποιώ το smile detection και η φωτογραφία βγαίνει μόνο όταν ο "στόχος" χαμογελάει...

...πάει καιρός από τότε που μαγείρεψα τις πειραματικές μου σάλτσες, που φόρεσα την αθλητική μου περιβολή και βγήκα για τρέξιμο, από τότε που αιφνιδίασα τα χείλη μου με ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα, από τότε που έγραψα ένα τραγούδι κι άκουσα το αμυδρό χειροκρότημα, από τότε που κοιμήθηκα σε άλλο κρεββάτι... Λέω λοιπόν να κολυμπήσω πάλι πριν αισθανθώ τα νερά να αλλάζουν ροή και αρχίζω να βυθίζομαι. Πετάω στην άκρη το σωσίβιο και αφήνομαι στην δύναμη των χεριών και των ποδιών μου να με κρατήσουν στην επιφάνεια.

Τί άρωμα φοράς; Ρωτάω γιατί κάτι φθάνει στην μύτη μου και υποψιάζομαι ότι είσαι εσύ. Έλα. Μην στέκεσαι. Έλα να κοιμηθούμε μαζί. Μπορεί να είναι ακόμα καλοκαίρι αλλά τις νύχτες έχει ψύχρα. Ο ιδρώτας ξαφνκά παγώνει στο κορμί σου και αρρωσταίνεις. Είναι σαν να πλένεις το αυτοκίνητο και μετά να πιάνει βροχή, σαν να πηγαίνεις να στήσεις το τελευταίο κομμάτι του ντόμινο και να σε πιάνει τρέμουλο, σαν να βάζεις παραμόρφωση στην κιθάρα, καθόλου μόρφωση στο μυαλό, sustain στο μικρόφωνο και χρώμα στην γραμματοσειρά. Τί χρώμα προτιμάς;

Με έχουν κουράσει όλες αυτές οι οικονομικές τρομολαγνείες, οι καθιζήσεις σωμάτων, η απουσία πνευμάτων και η πλυμμήρα οινοπνευμάτων. Προτιμώ το μεθύσι που μπορεί να μου προκαλέσει άμεσα ένα σου άγγιγμα, μια εικόνα που μπορεί να σου κόψει την αναπνοή. Εμείς οι άνθρωποι όσο διαφορετικοί και αν είμαστε μεταξύ μας, μοιάζουμε τόσο μα τόσο πολύ. Είμαστε όντα που θυμίζουν αλφάβητα διαφορετικών γλωσσών. Με κεφάλι το ερωτηματικό και κορμί το θαυμαστικό. Όσο για τα αποσιωπητικά, τα αφήνω να στέκονται κάτω από τα αυτιά σου και την μύτη σου. Σαν σκουλαρίκια φτιαγμένα μόνο για σένα.

Σε αφήνω τώρα, να ξεκουραστείς. Περιμένω σύντομα νέα σου. Πριν αλλάξουμε τον κόσμο θέλω να τραγουδήσουμε a capella και να κάνουμε έρωτα.

Στην υγειά της γενναιότητας, της ειλικρίνειας, της ασφάλειας, της αγκαλιάς, της εμπιστοσύνης, του δυναμισμού, της καθαρότητας, της αξιοπρέπειας, της αυτοπεποίθησης, της επικοινωνίας, της πίστης, της βόλτας, του ιπποτισμού, του ερωτισμού, του γέλιου, της υπομονής, της επιμονής και του πάθους! Στην υγειά μας!

Καληνύχτα.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

Βρεγμένα χείλη


-Πως πέρασες την ημέρα σου;
-Δεν την πέρασα.
-Δηλαδή;
-Εκείνη πέρασε από πάνω μου. Με ξύπνησε απότομα το πρωί με ένα δυνατό σφύριγμα στα αυτιά μου κι ύστερα δρόσισε απότομα το δέρμα μου.
-Κάτι σαν ξαφνικό αεράκι;
-Κάτι σαν ανεμοστρόβιλος.
-Σε πήρε και σε σήκωσε δηλαδή.
-Κάπως έτσι.
-Και μετά;
-Αφέθηκα.
-Και που σε πήγε;
-Το πρωί στην Άπω Ανατολή, το μεσημέρι στην Άγρια Δύση και το απόγευμα στην γη του Πυρός.
-Και τώρα;
-Με γύρισε πίσω μετά το ηλιοβασίλεμα και με ξάπλωσε στον καναπέ. Ακόμα εδώ είμαι. Διψάω αλλά δεν έχω σηκωθεί ακόμα να βρέξω τα χείλη μου.
-Σήκω, πιες νερό, ρίξε κάτι πρόχειρο επάνω σου και πάμε μια βόλτα.
-Αν θέλεις έλα εσύ από εδώ.
-Γιατί να έρθω; Μπορεί να θελήσω να εμφανιστώ σαν τροπική καταιγίδα και να σε πάρω μαζί μου την νύχτα που έρχεται.
-Αν μπορείς να έρθεις σαν βοριάς τότε είσαι καλοδεχούμενος.
-Μπορώ αλλά δεν θέλω.
-Να ρωτήσω γιατί;
-Αν ανατριχιάσεις στο άγγιγμά μου, προτιμώ να είναι από επιθυμία κι όχι από παγωνιά.
-Και προτιμάς να μην έρθεις καθόλου;
-Προτιμώ το «θέλω» από το «θα ήθελα».
-Μακάρι να ήξερα τι να σου πω.
-Ξέρεις, αλλά μήπως τελικά φοβάσαι να βρέξεις τα χείλη σου όχι με νερό μα με το σάλιο σου; Φοβάσαι να υγράνεις την δίοδο της αναπνοής σου και την έξοδο των λόγων σου; Φοβάσαι να ρισκάρεις να επιτρέψεις σε δυο άλλα χείλη να ταξιδέψουν από την Άπω Ανατολή του δέρματός σου και την Άγρια Δύση των φιλιών σου μέχρι την γη του Πυρός του οργασμού σου;
-Τι εννοείς;
-Σε θέλω κι ας φοβάσαι, κι ας λυπάσαι, κι ας χαίρεσαι, κι ας ξυπνάς, κι ας κοιμάσαι. Σε θέλω. Αυτό εννοώ.

Είναι άραγε ο μόνος φόβος του ανθρώπου εκείνος του θανάτου, όπως είχα διαβάσει κάποτε, ή υπάρχουν διάφορα είδη; Είναι άραγε η μοναξιά η μόνη αξία, ή και αυτό είναι ακόμα μια δικαιολογία για να κοιμάται κάποιος μόνος του και να κάνει πως δεν το νοιάζει; Κάποτε κάποιος μου είπε πως κάπου κάνουμε λάθος και πως δεν μπορεί να τα ρίχνουμε όλα στην ζωή για το χρώμα της ψυχής μας. Είχε δίκιο, Φυσικά και είχε δίκιο. Είχε δίκιο και όταν μου είπε πως δεν αρκεί κάποιος να είναι «καλό παιδί» αλλά που και που να είναι «παιδί». Ένα παιδί που δεν φοβάται να εκφράσει την επιθυμία του και να την διεκδικήσει, να εκφράσει την όποια απορία του και να την λύσει. Ακόμα κι αν δεν είναι ο θάνατος ο μόνος φόβος, ίσως είναι ο μόνος που δικαιολογείται. Όλοι οι υπόλοιποι κάνουν απλά παρέα στην μοναξιά του και στην εκούσια απουσία του από τις επαναστάσεις του νου και της σάρκας του.

Ξεθάβω ετούτη την στιγμή όσον αυθορμητισμό έχει μείνει στα σπήλαιά μου. Κάνω χρήση της πρότερης εμπειρίας μου να ψάχνω νερό κάτω από την άμμο τα παλιά καλοκαίρια και να ξεχιονίζω δρόμους τους χειμώνες. Ίσως με βρεις μελαγχολικό, ίσως κυνικό, ίσως ερωτεύσιμο, ίσως απλά αδιάφορο.

Αν η ζωή ήταν ακουαρέλα, θα αγόραζα τα ακριβότερα χρωματιστά μολύβια της αγοράς και θα σχεδίαζα έναν κήπο με σαρκοφάγα φυτά στον περίγυρο. Στην ανατολική του πλευρά θα έβαζα μια λίμνη με μαύρους κύκνους και πάπιες mandarin στην επιφάνειά της και στην δυτική δυο αιώρες πλεκτές από μετάξι. Μια για μένα και μία για σένα. Ένα πλακόστρωτο μονοπάτι θα ένωνε τον βορρά με τον νότο του κήπου. Αριστερά και δεξιά από το μονοπάτι θα υπήρχαν πικροδάφνες και κερασιές με αρκετές αμανίτες ανάμεσα. Στον νότο θα δέσποζε έναν περιποιημένος πλινθόκτιστος λάκκος με φίδια και στον βορρά ένας καταρράκτης που θα τροφοδοτούσε την λίμνη με νερό και ψάρια. Στον ουρανό κοράκια και χελιδόνια θα γιόρταζαν τις εποχές.

Η ζωή όμως δεν είναι ακουαρέλα. Λες να μπορεί να γίνει; Έστω ένα μικρό μπλοκάκι σημειώσεων…

Αφήνω, λοιπόν, την πιο κάτω σημείωση κι έπειτα θα κόψω το χαρτί, θα το διπλώσω προσεκτικά στα τέσσερα και αφού τρυπώσω κρυφά και αθόρυβα, θέλω να ελπίζω, στο δωμάτιό σου, θα το βάλω κάτω από το μαξιλάρι σου. Πριν φύγω θα ριψοκινδυνέψω να σε ξυπνήσω με ένα φιλί στο πόδι σου που δραπέτευσε κάτω από την κουβέρτα…

« Γεια σου. Λένε πως αν έχεις υπομονή και επιμονή μπορείς να παραβιάσεις την κλειδαριά του παρόντος χωρίς να χρειαστείς κλειδί. Λένε, επίσης, πως, μάλλον, δεν υπάρχει καν κλειδί. Λένε πως οι «ξέγνοιαστες μέρες» βρίσκονται ακριβώς εκεί μέσα, δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο. Τι λες, λοιπόν, να το δοκιμάσουμε; Κάτι μου λέει ότι αν θελήσουμε να κοιτάξουμε από το παράθυρο, αυτό που θα δούμε θα μοιάζει σε «γιορτή λευκής νύχτας». Δεν θέλω να σε απασχολήσω πολύ, μονάχα κάτι ακόμα. Λένε πως αν μπεις μέσα, η πόρτα κλείνει πίσω σου, αλλά αυτό δεν σε τρομάζει καθόλου. Απίστευτο ε; Κι όμως, δεν αξίζει μια απόπειρα; Κάτι σαν δολοφονία του φόβου και απεξάρτηση από το «δεν ξέρω». Ελευθερία κινήσεων, δημοκρατία πράξεων, αναρχία επιλογών…

Καλή συνέχεια στον ύπνο σου και δώσε τα χαιρετίσματά μου στον Μορφέα.

Α! έμεινε ένα ψίχουλο αυθορμητισμού ακόμα… Ας το μαζέψω με τα δάχτυλά μου κι αυτό…


Σε θέλω. Θέλω να γευτώ κάθε σημείο του γυμνού σου κορμιού. Θέλω να ξυπνήσω ένα πρωί μαζί σου.»