
Πόσο συχνά ονειρεύεσαι περπατώντας σε τούτη την άνευρη πόλη που την νιώθεις να ανθίζει νευρικά σε κάθε σου κύτταρο; Πόσο συχνά αναρωτιέσαι αν όταν κοπάζουν οι ξαφνικοί άνεμοι, αναπόφευκτα, μπορεί και να σταματούν να στριφογυρίζουν από ηδονή οι ανεμόμυλοι του μυαλού σου; Πόσο συχνά αντιλαμβάνεσαι το μεγαλείο σου και την υψηλότητά σου που μπορεί άλλες φορές να βουλιάζει με μια κίνηση ματ ολόκληρα κρουαζιερόπλοια και άλλες να γεννάει, μέσα σε γλυκούς πόνους, ένα μωρό που πότε κλαίει, πότε γελάει και πότε αρθρώνει άναρθρες κραυγές ή εξομολογητικές σιωπές; Πόσο συχνά θέλεις να πάρεις του δρόμους και πόσες άλλες να τους αφήσεις στην όποια ησυχία τους; Πόσο συχνά νομίζεις ότι ερωτεύεσαι και κάθε πότε αφήνεσαι να κλέβεσαι από την όποια τολμηρή κίνηση ή έστω και μία αγχωτική συγκίνηση;
Ξεπαστρεύοντας νύχτες, διώχνω τα αυθαίρετα συμπεράσματα που τρυπάνε σαν σκουλαρίκια το παρθένο μου δέρμα και απλώνω το χέρι προσκαλώντας τα πίσω να κοσμήσουν την απότομη πτώση του μυαλού μου. Σαν τατουάζ χρωματιστό η ανάγκη μου να ψιθυρίσω αλήθειες που τρομάζουν και αποφεύγονται εντέχνως πότε με απουσίες και πότε με παύσεις. Όχι, δεν μου αρέσει να εγκαταλείπω και δεν το κάνω. Λείπω όμως; Όχι από εμένα. Αυτοκουρδίζομαι αντισυνταγματικά, πίνω μια γουλιά νερό και καυχιέμαι ότι δεν αποζητώ αναρρωτική άδεια. Κάποτε έσπαγαν τους καρπούς τους για μια σταγόνα ελευθερίας και σήμερα πηδάμε από το τραίνο πριν καν την υποψία εκτροχιασμού. Κάποτε βροντοφώναζαν το δίλημμά τους για την ελευθερία ή τον θάνατο, και σήμερα καυχιόμαστε ότι είμαστε έξω από το κλουβί σε έναν κόσμο που μυρίζει δυόσμο, αγάπη και ιώδιο.
Σήμερα, γύριζα από την δουλειά και μύριζε θάλασσα στον δρόμο. Σε θυμήθηκα. Και πριν σε θυμόμουν. Και μετά.
Ζω σε μια πόλη που πότε με σαγηνεύει σαν σκουλαρίκι στην μύτη και πότε με αδειάζει σαν σκισμένη σακούλα με σκουπίδια, στην χωματερή. Πόσα πολύτιμα όνειρα αργοσβήνουν στις χωματερές του πλανήτη; Πόσα δώρα εκσφενδονίζονται με ταχύτητα διαφυγής μέχρι τον απέναντι τοίχο; Ίσως από μίσος. Ίσως από αγάπη. Κάπως έτσι χρωματίζονται οι τοίχοι σε σοκάκια και λεωφόρους. Ένα ιδιόμορφο graffiti τόσο μα τόσο εμπνευσμένο. Ρίξε ένα βλέμμα κάτω πριν το επόμενό σου βήμα κι ίσως παρατηρήσεις τα παράξενα σύμβολα στις πλάκες των δρόμων. Ρίξε ένα βλέμμα πάνω, πριν το επόμενό σου βήμα κι ίσως παρατηρήσεις τις ανάποδες πινακίδες των δρόμων. Είναι όμορφη η πόλη μου. Θέλω να φύγω.
Θέλω να σε δω.
Σαν αυτόματο όπλο με σφαίρες κρότου μοιάζουν οι μνήμες. Σαν μαξιλαροπόλεμος μοιάζει η αναπάντεχη ελευθερία που δήθεν μας περιτριγύρίζει. Σταματάω που και που σε εκείνη την παραλία. Κάθομαι ξανά στην άμμο και ακουμπάω την πλάτη μου στον στύλο που στηρίζει την σκεπή του beach bar και αφήνω την ραχοκοκκαλιά μου να να τρέμει, να συστέλλεται και να διαστέλλεται στα μπάσσα του ηχείου που είναι κρεμασμένο εκεί ψηλά, κι όταν ο ήλιος βασιλέψει, αποκοιμιέμαι. Ξέρεις, το πολύ πολύ να με ξυπνήσει το κύμα και ξαφνιασμένος να κοιτάξω γύρω μου και να δω μονάχα τον φάρο που διακρίνεται , λόγω του καθαρού ορίζοντα. Πάντοντε με συνάρπαζαν οι φάροι. Σαν piercing στο έδαφος... σαν palsar στον ουρανό.
Αλλάζω διαδρομές προς τους ίδιους προορισμούς και νομίζω πως αλλάζω εικόνες. Ίσως και να αλλάζω. Αποφεύγω τις διασταυρώσεις με ανθρώπους που δεν θέλω να μιλησω, ξεχνιέμαι να στρίψω στις πλατείες, αδημονώ να ανάψει το φανάρι πράσινο και να φτάσει η ώρα να σχολάσω ή να δώσω τις εξετάσεις που χρωστάω. Βιάζομαι και δεν με παίρνει ο ύπνος όταν ακούω τους δείκτες των ρολογιών να μετράνε. Αναζητώ το κλικ που θα με μεταμορφώσει και θα με σώσει. Μου λείπεις. Μου λείπουνε οι φωτιές στις παραλίες. Μου λείπουνε τα καλοκάιρια που ακόμα δεν έχουν έρθει. Πάντοτε ευχόμουν να μείνω παιδί και όποτε γύρευα να είχα αφορμή. Χαζεύω φωτογραφίες και χαμογελάω στο άκουσμα μιας φωνής που τόσο περίμενα να ακούσω και τόσο είχα πειστεί πως δεν θα άκουγα. Μου αρέσουν οι εκπλήξεις και τρελλαίνομαι για τις εκλείψεις. Κάπως έτσι αποχαιρετώ τις πανσελήνους και κάνω πως δεν βλέπω στάχτες και σκουριές επάνω στο παρκέ, το χαλασμένο από τον χρόνο.
Εσύ που διαβάζεις εδώ τώρα, ή φύγε ή έλα.
Βγάζω την καρναβαλίστικη μάσκα μου και σκουπίζω τον ιδρώτα από το μέτωπό μου κάθε φορά που θέλω να κοιτάξω έναστρο ουρανό. Ξέρεις, όχι αυτόν των πόλεων. Χαρίζω χάδια όταν νιώθω την ανάγκη και όταν η αδυναμία της επιθυμίας μου δημιουργεί κράμπες.
Κορναρίσματα, μπαρουτοκαπνισμένα παράθυρα, αποφάσεις που δεν παίρνονται, σχέσεις από απόσταση, σχέσεις χωρίς στάση, τελείες, παύλες, καφέδες, αλκοόλ, δειλία, αήδια, φασαρία, ησυχία, ξαφνιάσματα, φαντάσματα, παραπετάσματα, δευτερολέπτων κλάσματα, περί ανέμων και υδάτων, αναρχία, φιλοσοφία, σοφία, απιστία, αμφιβολία, αντίσταση, αντίδραση, δράση, μαλακία.
Σαν comedie, πόσες ζωές κρύβει η ζωή; Και πόσα λόγια τρυφερά; ...δυο εφιάλτες στην γωνιά. Σαν comedie, και το μελάνι μου εσύ. Τόσο γλυκιά, τόσο πικρή. Γίνε για λίγο αληθινή.
Μια σπονδή η εκπνοή αυτή κι ένα λασπωμένο καλωσόρισμα, με υποψία όψης φράουλας, στις ξέγνοιαστες μέρες που έρχονται φρεκοντυμένες και ευωδιαστές σαν κέικ που μόλις βγήκε από τον φούρνο, σαν παγωτό που μόλις βγήκε από την κατάψυξη, σαν αλάτι που έχει στεγνώσει πάνω στο δέρμα, σαν πρωινό ξύπνημα δίπλα στους πόρους που επιθυμείς, σαν μια μυστική λίμνη στα θεμέλια του σπιτιού σου, με τις κολόνες για γόνδολες. Είναι οι μέρες που απλά αξίζει και αξίζεις να τις ζεις. Τίποτα άλλο.
Καλό ταξίδι...
Ξεπαστρεύοντας νύχτες, διώχνω τα αυθαίρετα συμπεράσματα που τρυπάνε σαν σκουλαρίκια το παρθένο μου δέρμα και απλώνω το χέρι προσκαλώντας τα πίσω να κοσμήσουν την απότομη πτώση του μυαλού μου. Σαν τατουάζ χρωματιστό η ανάγκη μου να ψιθυρίσω αλήθειες που τρομάζουν και αποφεύγονται εντέχνως πότε με απουσίες και πότε με παύσεις. Όχι, δεν μου αρέσει να εγκαταλείπω και δεν το κάνω. Λείπω όμως; Όχι από εμένα. Αυτοκουρδίζομαι αντισυνταγματικά, πίνω μια γουλιά νερό και καυχιέμαι ότι δεν αποζητώ αναρρωτική άδεια. Κάποτε έσπαγαν τους καρπούς τους για μια σταγόνα ελευθερίας και σήμερα πηδάμε από το τραίνο πριν καν την υποψία εκτροχιασμού. Κάποτε βροντοφώναζαν το δίλημμά τους για την ελευθερία ή τον θάνατο, και σήμερα καυχιόμαστε ότι είμαστε έξω από το κλουβί σε έναν κόσμο που μυρίζει δυόσμο, αγάπη και ιώδιο.
Σήμερα, γύριζα από την δουλειά και μύριζε θάλασσα στον δρόμο. Σε θυμήθηκα. Και πριν σε θυμόμουν. Και μετά.
Ζω σε μια πόλη που πότε με σαγηνεύει σαν σκουλαρίκι στην μύτη και πότε με αδειάζει σαν σκισμένη σακούλα με σκουπίδια, στην χωματερή. Πόσα πολύτιμα όνειρα αργοσβήνουν στις χωματερές του πλανήτη; Πόσα δώρα εκσφενδονίζονται με ταχύτητα διαφυγής μέχρι τον απέναντι τοίχο; Ίσως από μίσος. Ίσως από αγάπη. Κάπως έτσι χρωματίζονται οι τοίχοι σε σοκάκια και λεωφόρους. Ένα ιδιόμορφο graffiti τόσο μα τόσο εμπνευσμένο. Ρίξε ένα βλέμμα κάτω πριν το επόμενό σου βήμα κι ίσως παρατηρήσεις τα παράξενα σύμβολα στις πλάκες των δρόμων. Ρίξε ένα βλέμμα πάνω, πριν το επόμενό σου βήμα κι ίσως παρατηρήσεις τις ανάποδες πινακίδες των δρόμων. Είναι όμορφη η πόλη μου. Θέλω να φύγω.
Θέλω να σε δω.
Σαν αυτόματο όπλο με σφαίρες κρότου μοιάζουν οι μνήμες. Σαν μαξιλαροπόλεμος μοιάζει η αναπάντεχη ελευθερία που δήθεν μας περιτριγύρίζει. Σταματάω που και που σε εκείνη την παραλία. Κάθομαι ξανά στην άμμο και ακουμπάω την πλάτη μου στον στύλο που στηρίζει την σκεπή του beach bar και αφήνω την ραχοκοκκαλιά μου να να τρέμει, να συστέλλεται και να διαστέλλεται στα μπάσσα του ηχείου που είναι κρεμασμένο εκεί ψηλά, κι όταν ο ήλιος βασιλέψει, αποκοιμιέμαι. Ξέρεις, το πολύ πολύ να με ξυπνήσει το κύμα και ξαφνιασμένος να κοιτάξω γύρω μου και να δω μονάχα τον φάρο που διακρίνεται , λόγω του καθαρού ορίζοντα. Πάντοντε με συνάρπαζαν οι φάροι. Σαν piercing στο έδαφος... σαν palsar στον ουρανό.
Αλλάζω διαδρομές προς τους ίδιους προορισμούς και νομίζω πως αλλάζω εικόνες. Ίσως και να αλλάζω. Αποφεύγω τις διασταυρώσεις με ανθρώπους που δεν θέλω να μιλησω, ξεχνιέμαι να στρίψω στις πλατείες, αδημονώ να ανάψει το φανάρι πράσινο και να φτάσει η ώρα να σχολάσω ή να δώσω τις εξετάσεις που χρωστάω. Βιάζομαι και δεν με παίρνει ο ύπνος όταν ακούω τους δείκτες των ρολογιών να μετράνε. Αναζητώ το κλικ που θα με μεταμορφώσει και θα με σώσει. Μου λείπεις. Μου λείπουνε οι φωτιές στις παραλίες. Μου λείπουνε τα καλοκάιρια που ακόμα δεν έχουν έρθει. Πάντοτε ευχόμουν να μείνω παιδί και όποτε γύρευα να είχα αφορμή. Χαζεύω φωτογραφίες και χαμογελάω στο άκουσμα μιας φωνής που τόσο περίμενα να ακούσω και τόσο είχα πειστεί πως δεν θα άκουγα. Μου αρέσουν οι εκπλήξεις και τρελλαίνομαι για τις εκλείψεις. Κάπως έτσι αποχαιρετώ τις πανσελήνους και κάνω πως δεν βλέπω στάχτες και σκουριές επάνω στο παρκέ, το χαλασμένο από τον χρόνο.
Εσύ που διαβάζεις εδώ τώρα, ή φύγε ή έλα.
Βγάζω την καρναβαλίστικη μάσκα μου και σκουπίζω τον ιδρώτα από το μέτωπό μου κάθε φορά που θέλω να κοιτάξω έναστρο ουρανό. Ξέρεις, όχι αυτόν των πόλεων. Χαρίζω χάδια όταν νιώθω την ανάγκη και όταν η αδυναμία της επιθυμίας μου δημιουργεί κράμπες.
Κορναρίσματα, μπαρουτοκαπνισμένα παράθυρα, αποφάσεις που δεν παίρνονται, σχέσεις από απόσταση, σχέσεις χωρίς στάση, τελείες, παύλες, καφέδες, αλκοόλ, δειλία, αήδια, φασαρία, ησυχία, ξαφνιάσματα, φαντάσματα, παραπετάσματα, δευτερολέπτων κλάσματα, περί ανέμων και υδάτων, αναρχία, φιλοσοφία, σοφία, απιστία, αμφιβολία, αντίσταση, αντίδραση, δράση, μαλακία.
Σαν comedie, πόσες ζωές κρύβει η ζωή; Και πόσα λόγια τρυφερά; ...δυο εφιάλτες στην γωνιά. Σαν comedie, και το μελάνι μου εσύ. Τόσο γλυκιά, τόσο πικρή. Γίνε για λίγο αληθινή.
Μια σπονδή η εκπνοή αυτή κι ένα λασπωμένο καλωσόρισμα, με υποψία όψης φράουλας, στις ξέγνοιαστες μέρες που έρχονται φρεκοντυμένες και ευωδιαστές σαν κέικ που μόλις βγήκε από τον φούρνο, σαν παγωτό που μόλις βγήκε από την κατάψυξη, σαν αλάτι που έχει στεγνώσει πάνω στο δέρμα, σαν πρωινό ξύπνημα δίπλα στους πόρους που επιθυμείς, σαν μια μυστική λίμνη στα θεμέλια του σπιτιού σου, με τις κολόνες για γόνδολες. Είναι οι μέρες που απλά αξίζει και αξίζεις να τις ζεις. Τίποτα άλλο.
Καλό ταξίδι...
[ ψάξε βρες με! ]