Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

Cap ou pas cap…?


Αλλάζω δέρμα. Μπορείς να με αγαπάς έτσι; Αντέχεις; Κι αν δεν είναι το δέρμα τόσο απαλό και τρυφερό όσο παλιά; Κι αν το άρωμά μου δεν είναι ευχάριστο; Κι αν η ανάσα μου δεν μυρίζει φρέσκοανοιγμένη οδοντόκρεμα; Αντέχεις; Μπορείς να με θέλεις έτσι γυμνός που στέκομαι μπροστά σου; Χωρίς καμμία ταμπέλα υπομονής, επιμονής, ιδρώτα ή έρωτα; Μπορείς να ακούσεις την καρδιά μου να χτυπάει χωρίς να με αγγίζεις; Αντέχεις να με αγγίζεις χωρίς ο ηλεκτρισμός που διαπερνάει το σώμα σου να σε σκοτώνει; Ε; Μπορείς να με κοιτάζεις με το ίδιο πάθος όταν οι λέξεις που δραπετεύουν από τα δόντια είναι σκληρές; Αντέχεις να κρυφτείς στην αγκαλιά μου χωρίς να πεις κουβέντα; Κι αν σου ζητήσω να μου υποσχεθείς το οτιδήποτε, μπορείς να μην μου πεις «δεν ξέρω»; Αντέχεις να μην μου υποσχεθείς τίποτα;

Κι αν ο κλιματισμός της ζωής μου χαλάσει και σε μέρες καύσωνα σαν κι αυτήν δεν μπορώ να σε δροσίσω με την ίδια ευκολία και την ίδια επιτυχία; Κι αν σου ζητήσω να μαζέψεις ότι απέμεινε από το δέρμα μου στα σεντόνια και να το πετάξεις από το μπαλκόνι; Αντέχεις να μην με ρωτήσεις γιατί; Κι αν σου ζητήσω να διαλέξεις ανάμεσα στην ομορφιά και στα σκουπίδια; Μπορείς να μην μου θυμώσεις; Αντέχεις; Κι αν σου πω πως αισθάνομαι για σένα μπορείς να μην προσπαθήσεις να προσγειώσεις τα λεγόμενά μου; Ε; Κι αν σου ζητήσω να με ξεδιψάσεις; Αντέχεις να παραδεχτείς ότι το κάνεις από έρωτα; Μπορείς να με βοηθήσεις να αλλάξω και τα τελευταία κομμάτια δέρματος που απέμειναν γαντζωμένα στα μπράτσα μου; Αντέχεις να φιλήσεις τις πληγές μου και να χαϊδέψεις τα πόδια μου; Αντέχεις να ξετυλιχτείς από το σεντόνι που κρύβει το κορμί σου και να πετάξεις την μάσκα της θλίψης στην θάλασσα;

Κι αν ο χρόνος δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός γιατρός; Μπορείς να με κρατάς σφιχτά και να συνεχίζεις να ανακαλύπτεις τις ομοιότητες των χεριών μας; Κι αν κάποια πικρή γεύση καλύπτει που και που την γλυκιά; Μπορείς να μην την αφήνεις να ντύνει την γλώσσα σου και την σκέψη σου; Κι αν σου πω ότι δεν υπάρχει «καλό» και «κακό» ξεχωριστά; Αντέχεις να με πιστέψεις; Κι αν σου εκμυστηρευτώ ότι ένας ήλιος άνθισε κάτω από το μαξιλάρι σου; Αντέχεις να μην κοιτάξεις; Κι αν σου ζητήσω να συντονιστείς μαζί μου χωρίς παρεμβολές; Αντέχεις; Ε; Αντέχεις να χαμογελάς και να μην σπαταλιέσαι στην στασιμότητα; Κι αν σε καρφώσω στα μάτια και σου πω ότι μπορώ να μοιραστώ τον εαυτό μου μαζί σου; Κι αν αγριέψουν τα νερά και πεταχτούν στην στεριά καΐκια; Αντέχεις να ταξιδέψεις μαζί μου με τα μάτια κλειστά κάνοντας κουπί στο χώμα; Κι αν οι λάμπες της αυταπάτης σβήσουν επιτέλους, μπορείς να με αγαπάς στα σκοτεινά; Αντέχεις να με θέλεις όταν ανοίξω διάπλατα τις χοντρές κουρτίνες;

Κι αν σου ζητήσω να κρυφτώ στον λαιμό σου, στο στήθος σου, στις παλάμες σου, στα μαλλιά σου; Αντέχεις να αφεθείς έστω για μια μόνο στιγμή; Κι αν σου ξαναπώ πόσο μελωδική κι ερωτική είναι η φωνή σου; Αντέχεις να μου τραγουδήσεις; Ε; Κι αν φαλτσάρω και γεμίζω με διαφωνίες το τραγούδι σου; Μπορείς να κρατήσεις το ίσον για να να σε ξαναβρώ; Κι αν σου ψιθυρίσω ότι έχεις το ομορφότερο χαμόγελο που έχω δει; Μπορείς να μου χαρίσεις ένα απ’ευθείας; Κι αν δεν σε καταλαβαίνω πάντα σε όλα και δεν σε στηρίζω με τον τρόπο που επιθυμείς; Αντέχεις να με αφήσεις να ψάχνω την άκρη; Κι αν η άκρη είναι λιγάκι πιο μακριά από όσο φανταζόμουν; Κι αν κάνω λάθος στις προβλέψεις μου; Κι αν σου πω πως η ελευθερία διεκδικείται και δεν χαρίζεται; Κι αν σου πω ότι μου λείπεις με το που κλείνει η πόρτα; Κι αν σου πω ότι όσο υπόγεια κι αν είναι η νύχτα απόψε έχει μια γεύση από σάλσα; Αντέχεις να τολμήσεις; Ε; Αντέχεις να χορέψουμε ξανά και ξανά και ξάνά;


"...και μπροστά απ'τους κολασμένους περνάω εγώ σαν μια σκιά
που σεργιανάει στον Άδη την δικιά σου μυρωδιά
κι είναι λέω, ο παράδεισος για μας, αγάπη μου μικρή,
να μοιραζόμαστε τούτη την κόλαση μαζί. "



Σάββατο 4 Ιουλίου 2009

Εσύ



μοιάζεις με άστρο που ξεστράτισε
κι αρνήθηκε να γίνει πεφταστέρι
φόρεσε μια ευχή για φόρεμα
και ντύθηκε σαν καλοκαίρι


μοιάζεις με χρώμα που γεννήθηκε
σε μια αόρατη παλέτα
ξέφυγε σαν σταγόνα στο έδαφος
και υψώθηκε με πιρουέτα


μοιάζεις με ήλιο που σαν άνθισε
είχε την πιο σπάνια γύρη
έκρυβε μέλι στις αχτίδες του
κι ήρθε στο βλέμμα για να σπείρει


μοιάζεις με γέλιο που αγκιστρώθηκε
στα χείλη επάνω με ευκολία
γλίστρησε απ’ τον λαιμό ως τα γόνατα
κι έγινε ικεσία


μοιάζεις με νότα που ταξίδεψε
από αιώρα σε κορώνα
έκανε κούνια με μια ύφεση
κι έρωτα σε μια κρυψώνα


μοιάζεις με χάδι που περπάτησε
μέσα σε λάσπες και σε χιόνια
ξυπόλητο στην άμμο κούρνιασε
τυλίχτηκε σε ροζ σεντόνια