Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Χρυσαλλίς


Βουλιάζεις. Κοιτάζεις γύρω σου, κι ανάμεσα στο θολό τοπίο που σε περιβάλλει διακρίνεις μικρές αχτίδες φωτός, άλλες από ψηλά κι άλλες από την άβυσσο. Αντανακλούν πάνω σε ταξιδιάρες φυσαλίδες του αέρα και αλλάζουν κατεύθυνση. Κάπως έτσι διακρίνεις τους αμυδρούς χρωματισμούς των κοραλλιών. Με μάτια  μισόκλειστα κοιτάζεις τα χέρια σου να κινούνται απαλά, όχι από την δική σου θέληση. Κάποιο ρεύμα κινεί τα νήματά τους. Το ίδιο ισχύει και με τα πόδια σου, και με ολόκληρο το γυμνό σου κορμί. Στον λαιμό σου φύκια τυλιγμένα σφιχτά, φτιάχνοντας ένα περίτεχνο μα ασφυχτικό περιλαίμιο. «Φτερό στον άνεμο; Φύκι στον βυθό;», αναρωτιέσαι, ενώ βυθίζεσαι κι άλλο σε τόπους πιο σκοτεινούς, με ταχύτητα, υπερκόπωση και ακινησία. Μια νύχτα με αστερίες η αποψινή.

Και ξαφνικά, ένα παγωμένο υδάτινο ρεύμα βρίσκεται στον δρόμο σου. Ή μήπως εσύ στον δικό του; Εκείνο συνεχίζει την αδιάλειπτη πορεία του. Εσύ όμως νιώθεις το ψύχος στην ραχοκοκκαλιά σου, τα δάχτυλα των ποδιών σου τινάζονται απότομα, τα χέρια σου τεντώνονται, τα νήματα κόβονται. Τα μάτια σου ανοίγουν απότομα και με ένα ρε-σάλτο εκσφενδονίζεσαι στην επιφάνεια, σαν δελφίνι παιχνιδιάρικο. Η πτήση σου δεν ανακόπτεται ούτε από ανέμους ούτε από πεδία βαρυτικά. Μία, δύο, τρεις βαθιές εισπνοές πριν εισέλθεις στα περιπλανώμενα σύννεφα. Είχες δει μια φορά ηλιοβασίλεμα μέσα από ένα αεροπλάνο, όμως σαν κι αυτό που λούζει το πρόσωπό σου τώρα ποτέ ξανά. Στροβιλίζεσαι και φλέγεσαι, από την ζέστη, στον ουρανό μαζί με τρελούς γλάρους και ελεύθερα γεράκια. Μάτια και ψυχή ορθάνοιχτα δοσμένα στο νέο ελάχιστο φεγγάρι που ξεμύτισε μόλις και κάνει τα νήματα που κρέμονται από καρπούς και αστραγάλους να ασημίζουν. Τα είχες ξεχάσει. Θα τα κόψεις με τα δόντια σου το πρωί. Μια νύχτα με αστέρια η αποψινή.

Ένα μπουμπουνητό σε ξυπνάει. Οι παλμοί της καρδιάς σου χτυπούν σαν djembe σε μουσική διέγερση. Μια απότομη ηλεκτρική εκκένωση ταράζει την ισορροπία σου κι ένας κεραυνός σε κατεβάζει βίαια στην γη. Το σώμα σου καλυμμένο με χώματα απ’ άκρη σ‘ άκρη.  Γέρνεις στην δεξιά σου πλευρά και παίρνεις την στάση εμβρύου. Το εσωτερικό σου τύμπανο αρχίζει να παίζει ξανά σε γνώριμα τέμπο. Αρχίζει να βρέχει. Και βρέχει για ώρες μέχρι που οι σταγόνες διώχνουν όλο το χώμα και όλο το αλάτι από το δέρμα και από τα μαλλιά σου. Με το αριστερό σου χέρι τραβάς και βγάζεις σιγά σιγά το περιλαίμιο που κλειδώνει τις αναπνοές σου.  Σκέφτεσαι πως είσαι χρυσαλλίδα και πως το πρωί όταν βγει το ουράνιο τόξο θα μεταμορφωθείς. Αποκοιμιέσαι μουρμουρίζοντας το «Le temps de L’amour». Ή μήπως κάποια φωνή σου το μουρμουρίζει; Μια νύχτα σκοτεινή η αποψινή.

Κοιμήθηκες ήσυχα τρεις μέρες και τρεις νύχτες, ή τουλάχιστον τόσος χρόνος ένιωσες ότι είχε περάσει όταν ένα φιλί στα χείλη και ένα χάδι στα πόδια σου σε ξύπνησαν. Ο υψηλός πυρετός είχε πέσει. Ο λαιμός σου δεν πονούσε καθόλου. Τα νήματα στα άκρα σου δεν υπήρχαν πια. Χαμογελάς και τινάζεις τα σκεπάσματα από πάνω σου.

Την ώρα που το σεντόνι σου προσγειώνεται, μια πεταλούδα στο περβάζι του παραθύρου ανοίγει δειλά δειλά τα φτερά της. Και πετάει.