Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Άνοιξη

[ photo : La philosophie est by *BenoitPaille ]

Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Όλη νύχτα έβρεχε και οι σταγόνες άφηναν την φωνή τους επάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού. Είχε δει τα μαύρα σύννεφα να πλησιάζουν από νωρίς το απόγευμα κι έτσι σήκωσε την τέντα με τον γνωστό μακρόσυρτο θόρυβο - σήμα κατατεθέν της παρουσίας του στην γειτονιά. Ήταν μια καλή ευκαιρία να ποτιστούν τα λουλούδια, σκέφτηκε. Δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα και σε λίγο θα χαράξει. Μια με την βροχή, μια με την μουσική, μια με τις σκέψεις του, πέρασε η ώρα. Κάποια στιγμή άναψε και την τηλεόραση αλλά την έσβησε αμέσως. Ίσα που πρόλαβε να φωτίσει το δωμάτιο... κάτι σαν αστραπή. Έτσι θυμήθηκε όταν πήγαινε σχολείο και κάθε που άστραφτε, μετρούσε τα δευτερόλεπτα μέχρι το μπουμπουνητό, τα πολλαπλασσίαζε με έναν αριθμό που τώρα πια δεν θυμόταν κι έβρισκε, χαμογελώντας, την απόσταση του κεραυνού από το σπίτι του. Θριαμβευτικά μετέδιδε το νέο σε όποιον είχε την... τιμή να βρίσκεται δίπλα του. Μια νοσταλγία με το βλέμμα κολλημένο στον απέναντι τοίχο, εκεί που το φωτιστικό δαπέδου σχημάτιζε σχέδια με σκιές στον τοίχο, κι ένα μικρό χαμόγελο ανάμεσα στα αξύριστα γένια του. "Μου αρέσεις πιο πολύ έτσι αξύριστος", του είχε πει εκείνη.

Εκείνη. Όταν είδε για πρώτη φορά τα μάτια της, τους χώριζε ένα παρμπρίζ αυτοκινήτου. Ήταν μία από τις ζεστές ημέρες του χειμώνα. Άνοιξε την πόρτα, βγήκε και με μία χειραψία του συστήθηκε. Εκείνος έβγαλε από την τσέπη του μια σοκολάτα και της την χάρισε. Του χαμογέλασε. Δεν χρειαζόταν να δει τίποτα άλλο. Το πρόσωπό της είχε κάτι από εξοχή την άνοιξη. Ολόκληρη του θύμιζε την άνοιξη... και μια φορά της το είπε. "Μου αρέσει αυτό σαν ιδέα ", του απάντησε. Το πρώτο φιλί, της το έδωσε στο χέρι. Μια νύχτα, στο ίδιο μέρος, του διηγήθηκε το παραμύθι της ζωής της, την πήρε στην αγκαλιά του κι έμειναν εκεί καθισμένοι σε ένα παγκάκι, με τα μάτια κλειστά και τον άνεμο να χορεύει με τα φύλλα των δέντρων. Εϊχε περάσει ώρα πολλή και τότε εκείνος άνοιξε τα μάτια του. Η νύχτα έμοιαζε με μέρα. Μια λευκή συννεφιά από το πουθενά είχε καλύψει τον ουρανό. Της το ψιθύρισε. Ανασηκώθηκαν με τα σώματά τους σε όρθια στάση, της φόρεσε το καπέλο του και την φωτογράφησε με το μυαλό και την καρδιά του. Ύστερα, άρχισε να βρέχει και να φυσάει παγωμένα. "Κρυώνω", του είπε. Σηκώθηκαν κι έτρεξαν κάτω από την βροχή μέχρι τα αυτοκίνητά τους. Με τον καιρό άνοιξε την ψυχή του και την άφησε να ζωγραφίσει βουνά και ήλιους μέσα της. Εκείνη του μιλούσε, τον φιλούσε, τον άγγιζε, τον κοιτούσε, του χαμογελούσε, τον αγκάλιαζε... κι εκείνος την ερωτευόταν. "Σε έχω τραβήξει δύο φωτογραφίες, χωρίς να το ξέρεις", του είπε μια νύχτα.

Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Έκανε ψύχρα. Ο Απρίλης είχε στρογγυλοκαθίσει στο ημερολόγιο. Τα μεσημέρια με κοντομάνικο, τις νύχτες με μπουφανάκι. Είχε γύρει το κεφάλι του στο μαξιλάρι αφήνοντας να τον νανουρίσουν όμορφες είκονες σε ένα περίεργο κοκτέιλ επιθυμιών, αναμνήσεων και παρόντος. Μάλλον αποκοιμήθηκε για μερικά λεπτά και ξύπνησε την στιγμή που κάποιο θορυβώδες μηχανάκι διέσχιζε την ησυχία. Ήταν ακριβώς την στιγμή που ένιωσε σαν να πέφτει μές στον ύπνο του. Κοίταξε το ρολόι. Δεν είχε περάσει ώρα από την τελευταία φορά που έκανε το ίδιο. Γύρισε το κεφάλι του δεξιά και νόμισε για μια στιγμή πως είδε την φιγούρα εκείνης δίπλα του κι ύστερα στην αγκαλιά του, όπως εκείνο το πρωινό που ήρθε και κοιμήθηκε για πρώτη φορά στα χέρια του. Δεν θα άλλαζε με τίποτα εκείνη την στιγμή και θα έδινε τα πάντα για να την ξαναζήσει. Σηκώθηκε από το κρεββάτι. Φόρεσε τα ακουστικά του και βγήκε στο μπαλκόνι. Εϊχε ξαστεριά. Δυο περιστέρια κοιμόντουσαν σε ένα από τα σίδερα που στήριζαν παλιότερα κάποιο κλιματιστικό."Λες να είναι ταχυδρομικά;", σκέφτηκε. Πάτησε το play και άφησε την φωνή εκείνης να τον συντροφεύσει μέχρι να φανούν οι πρώτες αχτίδες. Την άκουγε να του τραγουδάει, να του μιλάει, να του χαϊδεύει τα αυτιά με νότες, και να του διαβάζει την ιστορία του Σιρανό και της Ρωξάνης. Το χαμόγελό του έγινε δάκρυ κι ύστερα πάλι χαμόγελο κι ύστερα πάλι δάκρυ. Λάτρευε να την ακούει.

Θυμήθηκε, τότε παλιά που ένιωθε έναν περίεργο πανικό αν είχε τύχει να μείνει ξύπνιος μέχρι το ξημέρωμα. Τώρα πια, το είχε ξεπεράσει αυτό. Με τα ακουστικά του στα αυτιά, φόρεσε το πρώτο παντελόνι που βρήκε μπροστά του, έβαλε το κοτλέ του μπουφάν, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου κι έφυγε από το σπίτι. Στην είσοδο της πολυκατοικίας, ένας σκύλος στεκόταν έξω από την πόρτα και τον κοιτούσε με βλέμμα μελαγχολικό. Βγήκε στον δρόμο και ο σκύλος τον ακολούθησε. Όταν έφτασε στην είσοδο του πάρκινγκ γύρισε και κοίταξε το μελαγχολικό βλέμμα δίπλα του, κοντοστάθηκε και του είπε "Έλα, πάμε βόλτα.". Έβαλε ξανά τα κλειδιά στην τσέπη του και άρχισαν να περπατούν μαζί με κατεύθυνση προς την θάλασσα. Ανέβηκαν σε πεζοδρόμια, στάθηκαν σε φανάρια, πάτησαν λάσπες, τυφλώθηκαν από προβολείς αυτοκινήτων, συνάντησαν βλέμματα ύποπτων και ανύποπτων περαστικών... Του μίλησε για εκείνην και του διηγήθηκε πως η άνοιξη μπήκε γι αυτόν από τον Δεκέμβρη. Μίλησε για τα μαλλιά της, για τα χείλη της, για τα πόδια της, για τα ρούχα της, για τις ελιές της, για τους φόβους της, για το πάθος της, για τον ερωτισμό της, για τo χιούμορ της, για την δημιουργικότητά της, για την φωνή της, για την καρδιά της, για τον αφαλό της, για την σιωπή της... Περπατούσε ώρα και ο σκύλος τον ακολουθούσε. Τον βάφτισε, του έδωσε και όνομα... Σιρανό, τον είπε. Όχι ότι είχε μεγάλη μουσούδα, αλλά έτσι απλά... Μόλις φάνηκε το πρώτο αχνό φως στον ουρανό, ήταν κάτω από το σπίτι της. Ο Σιρανό άρχισε να γαυγίζει δυνατά, πολύ δυνατά, σαν να ήξερε, σαν να ήθελε να βοηθήσει εκείνον να την ξυπνήσει. Εκείνος, του έκανε νεύμα να κάνει ησυχία. "Σσστ... μην την ξυπνήσεις. Ίσως να έχουμε πάει μαζί εκδρομή εκεί στο ονειρό της. Άφησέ την να κοιμηθεί και να με ταξιδέψει μαζί της.", είπε στον Σιρανό. Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο του και πάνω στην εκπνοή με κρυμμένα τα χείλη στον καπνό ψιθύρισε δειλά "Σ'αγαπώ", και πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Ο ψίθυρός του ξάπλωσε πάνω σε ένα φύλλο περιπλανώμενο, το οποίο σήκωσε ο αέρας ψηλά, πολύ ψηλά, κι ύστερα το άφησε απαλά στο μπαλκόνι της, να το δει μόλις τραβήξει τις κουρτίνες, το πρωί που θα ξυπνήσει.



10 σχόλια:

  1. όνειρα κι επιθυμίες σε σκέψεις του καπνού. φύλλα που μεταφέρουν μηνύματα και άνεμοι που βοηθούν να έρθουν αρώματα. αναμνήσεις σε φόντο μελαγχολικό. βροχή και ξαστεριά. εναλλαγές...

    ζωή σε χαμηλή ταχύτητα...

    φιλιά βρόχινα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μια εποχή, μια εικόνα, βροχή, συντροφιά, αναμνήσεις, προσμονή, πάθος, τρυφερότητα...
    Με πόσες λέξεις μπορούμε άραγε να περιγράψουμε στιγμές τόσο μοναδικές που καμιά φορά κι οι λέξεις δεν είναι αρκετές; Με πόσες εικόνες του μυαλού θέλουμε να πλάσουμε το ιδανικό και να του ψιθυρίσουμε την αγάπη; Άπειρες! Κι ο έρωτας σου δίνει την δύναμη να ζωγραφίζεις στο μυαλό ατελείωτα για να δώσεις στον καμβά σου ζωή και πνοή και μ'ένα "σ'αγαπώ" να αναστηθεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ένα άγγιγμα ήθελα απόψε να μου χαρίσεις
    κανένα απο 'κείνα τα γνώριμα συνήθων εραστών

    ένα φιλί στο χέρι
    ένα πέρασμα χεριού στη μέση
    μια αγκαλιά φωλιά..

    αυτά τα ξεχασμένα
    που η ανάγκη τα ονόμασε ξεπερασμένα
    ...


    * στον πανικο τον προ της αποδοχης μιας καταστασης που αντιστρεφεται στα συνηθη

    φιλιά dim
    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ->Νεράιδα της βροχής
    εναλλαγές...
    πότε γλυκά, πότε πικρά
    πότε πικάντικα, πότε απαλά
    πότε απελευθερωμένα, πότε εγκλωβισμένα...
    ...ζωή σε χαμηλή ταχύτητα επάνω σε έναν ιμάντα που τρέχει ανάστροφα και ιλιγγιωδώς.


    ->SummerDream
    ...διαλέγεις τα χρώματα και ζωγραφίζεις πάνω στο γυμνό δέρμα είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά... τόσο απαλά σαν να χαϊδεύεις, τόσο αποφασιστικά σαν να διεκδικείς.

    ->Orelia
    δεν θα
    προσθέσω
    ούτε λέξη

    σε ευχαριστώ που συμπλήρωσες τις λέξεις μου.

    Τόσο μα τόσο εύστοχα τα λόγια σου.

    ...σε ό,τι αντιστρέφεται στα συνήθη. Στην υγειά του!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Δεν το ήξερα αυτό με το μπουμπουνητό και τον κεραυνό!

    Έλα..θυμήσου τον αριθμό να το βρίσκουμε...

    Χαμογελάκι..?

    ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. περίεργη εποχή και η άνοιξη:
    "ανοίγουν" ένα σωρό παλιά σεντούκια και πλημμυρίζει ο τόπος μνήμες...

    πολύ ωραίο!
    φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ανώνυμος15/4/09 23:00

    Εχω μείνει ώρα εδώ μέσα. Δεν ξέρω πόση. Οπως κάθε φορά. Αν είχα κι έναν αριθμό που δεν θυμάμαι, θα έβρισκα την απόσταση που μας χωρίζει ή μας ενώνει, από εκείνη ή από εκείνον

    Καλή ανασταση

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. ->λιμανάκι
    μόλις τον θυμηθώ ή με θυμηθεί... θα τον βρεις στα νερά σου... χαραγμένο πάνω σε πλατιά λευκή πέτρα που θα έχει φύγει από το χέρι μου και θα έχει αναπηδήσει στην επιφάνειά σου μερικές φορές... Πιάστην πριν φτάσει στον βυθό και την καλύψει η όποια άμμος...

    Μόλις άστραψε πάλι...
    κι ο Σιρανό άρχισε να γαυγίζει...
    ή μήπως έγινε ανάποδα...;
    μπερδεύτηκα...

    ;)

    ->Stardustia
    ...πλημμυρίζει ο τόπος μνήμες
    και το παρόν στιγμές...
    που ανατριχιάζουν στο φευγαλέο άγγιγμα δύο δαχτύλων...
    ή στο μπλέξιμο δυο χεριών...

    να είσαι καλά.. που πέρασες...
    χαιρετισμούς στην Ζωή και στον Μέμνονα... μου έχουν λείψει... πες τους...

    ->Freedula
    ...αυτό δεν θα ήταν αριθμός...
    αυτό θα ήταν καθαρό οξυγόνο...

    κι εγώ το ίδιο θα έκανα.
    Το ίδιο, όμως.

    Καλή ανάσταση. Να είσαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. α κ ρ ι β ώ ς, μα ακριβώς το ίδιο λέγαμε προχθές και με τον Μάρκο...

    είσαι να συνεχίσουμε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή